Παρασκευή 30 Νοεμβρίου 2012

A For Alexis Comic - Ας δώσουμε στην οργή μας τρόπο...


A For Alexis Comic
Το A for Alexis είναι μία απόπειρα απόδοσης του πασίγνωστου κόμικ V for Vendetta στα ελληνικά. Λέγοντας απόδοση δεν εννοούμε την ακριβή μετάφραση των κειμένων από τα αγγλικά στα ελληνικά, αλλά την μεταφορά της ιστορίας σ’ ένα δυστοπικό 2022, με την δράση να εξελίσσεται στην Αθήνα. 

Όταν γράφηκε το V for Vendetta, το 1981, απ’ τον Alan Moore, η βρετανική κοινωνία δεχόταν την Νεοφιλελεύθερη επίθεση από την ολιγαρχία που εκπροσωπούσε η Μάργκαρετ Θάτσερ. Η ένταση της καταστολής, η κρατική τρομοκρατία, η ανυπαρξία πολιτικού λόγου, η ιδιωτικοποίηση της δημόσιας περιουσίας, η μετατροπή του Πολίτη σε υπήκοο, η οικολογική καταστροφή, η προπαγάνδα των ΜΜΕ, η εξύψωση της ηθικής της εργασίας ήταν μερικά από τα στοιχεία εκείνα που οδήγησαν στη δημιουργία αυτού του κόμικ. Οι ίδιοι, επίσης, λόγοι οδήγησαν εμάς στη μετάφραση και επικαιροποίηση του έργου αυτού, 31 χρόνια μετά. Το ρόλο της Θάτσερ στην Ελλάδα έχουν πρόθυμα αναλάβει επαγγελματίες πολιτικοί και τεχνοκράτες, σχηματίζοντας ένα ισχυρό αντικοινωνικό μέτωπο.Δημοσιογράφοι σε ρόλο δικαστή των κοινωνικών αγώνων,μεσάζοντες του φόβου και της καταστροφολογίας. 

Οπλισμένοι φασίστες σε ρόλο συστημικού μαστιγίου, πλαισιώνουν τις ορδές των κρανοφόρων με τα χακί, διαπράττοντας καθημερινά, και ατιμώρητα, τερατώδη εγκλήματα και σπέρνοντας το μόνο τους πιστεύω, το μίσος. Εργοδότες, που ανέπτυξαν τις επιχειρήσεις τους με κρατικές επιδοτήσεις και φοροαπαλλαγές, συνεχίζουν να καρπώνονται την υπεραξία της εργασίας μας, είτε συσσωρεύοντας τα υπερκέρδη τους σε φορολογικούς παραδείσους, είτε τζογάροντας πάνω σε χρηματιστικά «προϊόντα» 

Η ελληνική κοινωνία σήμερα, δεν έχει ανάγκη από έναν V. Έχει ανάγκη από εκατοντάδες χιλιάδες V, με ή χωρίς μάσκες, με ή χωρίς κουκούλες, βίαιους ή μη βίαιους, που θ΄απαντήσουν στην ερώτηση που τέθηκε το Δεκέμβρη του 2008. Τότε που οι ολιγαρχίες τρομοκρατήθηκαν, τότε που τα αφεντικά τρόμαξαν, τότε που εκατομμύρια αλληλέγγυοι πολίτες σε όλο τον πλανήτη φώναξαν πως “δεν ζητάμε τίποτα, τα θέλουμε όλα”! Σήμερα, δεν ψάχνουμε αφορμή σε άλλη μια κρατική δολοφονία. Σήμερα οι αφορμές είναι καθημερινές. Η αφορμή είναι γραμμένη πάνω στην κάρτα ανεργίας, είναι στον τίτλο των ειδήσεων των οκτώ, είναι χαραγμένη στην καταθλιπτική καθημερινότητα, είναι μέσα στο άδειο ψυγείο, είναι στον απλήρωτο λογαριασμό της ΔΕΗ, είναι στο χώμα που σκεπάζει τον αυτόχειρα της ημέρας. Η αφορμή είναι μπροστά μας. Η προοπτική της κοινωνικής επανάστασης επίσης…Ας δώσουμε στην οργή μας τρόπο. 

Το V for Vendetta είναι έργο των Alan Moore και David Lloyd. Επίσης στη δημιουργία του συνετέλεσαν οι Siobhan Dodd, Jenny O’Connor, Steve Craddock.

Πηγή: eagainst.com

Τετάρτη 28 Νοεμβρίου 2012

Μέσα στις καταλήψεις γεννιούνται συνειδήσεις

Συνειδητοποιούμε, χωρίς ιδιαίτερη έκπληξη, πως κράτος και κεφάλαιο έχουν βγάλει καιρό τώρα τα όποια δημοκρατικά τους προσωπεία. Συνειδητοποιούμε την άμεση ανάγκη να απαλλαγούμε κι εμείς από τα όποια μάταια όνειρα και φρούδες ελπίδες ανόδου στη “κοινωνική πυραμίδα”, και να οξύνουμε τις αντιστάσεις μας. Mέσα στο καθεστώς εντεινόμενης εξαθλίωσης και καταπίεσης που μας έχουν επιβάλει, η δημιουργία αυτοοργανωμένων δομών αντίστασης και αλληλεγγύης (στους χώρους εργασίας, εκπαίδευσης και διαμονής) αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για την ανατροπή, καθώς και για αξιοπρεπή διαβίωση. Συνειδητοποιούμε πως μόνο έτσι θα πάρουμε τις ζωές μας στα δικά μας χέρια και θα πάψουμε να αποτελούμε το εκμεταλλεύσιμό τους προϊόν.

Η κάλυψη των αναγκών για στέγαση, σίτιση, ένδυση, ιατρική περίθαλψη, μόρφωση, αλλά ακόμα και για διασκέδαση, ψυχαγωγία, κοινωνικοποίηση, είναι στοιχειώδης για τη ζωή κάθε ατόμου. Όμως η εμπορευματοποίησή της -ειδικότερα σε καιρούς κρίσης- καθιστά την καθημερινότητα μια μάταιη μάχη για επιβίωση, ακόμη και για τους κυνηγούς των τελευταίων μικροαστικών ονείρων. Έτσι, εμείς προσπαθούμε να διαμορφώσουμε από κοινού μία κοινωνία απαλλαγμένη από λογικές κέρδους και ανταγωνισμού και βασισμένη σε οριζόντιες δομές. Οι εν λόγω δομές πραγματώνονται μέσα στις συνελεύσεις γειτονιών, στα αυτοδιαχειριζόμενα στέκια των σχολών και στα κάθε λογής αυτοοργανωμένα εγχειρήματα· εγχειρήματα όπως οι καταλήψεις - επανοικειοποιήσεις δημοσίων και ιδιωτικών χώρων (είτε κτηρίων είτε ανοιχτών εκτάσεων). Σ' αυτούς τους χώρους δημιουργούνται κοινωνικά ιατρεία, ανταλλακτικά – χαριστικά παζάρια, καλλιεργήσιμες εκτάσεις, αυτοδιαχειριζόμενα καφενεία, μπαρ και βιβλιοθήκες, και γίνονται συλλογικές κουζίνες, μαθήματα αυτομόρφωσης, συζητήσεις κοινωνικού και πολιτικού ενδιαφέροντος, θεατρικές παραστάσεις, προβολές ταινιών, συναυλίες, όλα στα πλαίσια μίας προσπάθειας να ικανοποιηθούν συλλογικά βασικές μας επιθυμίες και ανάγκες. Παράλληλα, καθιστούμε τους χώρους αυτούς κέντρα αγώνα, για την ολοκληρωτική ρήξη του υπάρχοντος συστήματος.

Όσο όμως ο κόσμος ψάχνεται και ψάχνει, όσο προσπαθεί να πάρει ανάσα, οι δυνάστες συνεχίζουν έναν ανηλεή πόλεμο ενάντια σε οτιδήποτε και οποιονδήποτε ξεφεύγει απ' τον έλεγχο και τη ρητορεία τους. Με φτηνές δικαιολογίες περί “διατάραξη της κοινής ειρήνης” ή “καταπάτηση και καταστροφή ξένης περιουσίας”, επιχειρούν να σβήσουν απ' το χάρτη κάθε ίχνος διαφορετικότητας, κάθε ίχνος αυτενέργειας, κάθε ίχνος συλλογικής προσπάθειας για αυτοδιεύθυνση των ζωών μας. Φυσικός σύμμαχος του κράτους, στον αγώνα για κάθαρση της κοινωνίας από θύλακες αντίστασης, είναι οι παρακρατικές φασιστικές ομάδες, που αναλαμβάνουν τις πιο ακραίες εκφάνσεις αυτού του πολέμου. Πρόσφατα παραδείγματα της κοινής τους προσπάθειας, η βομβιστική επίθεση στην κατάληψη Apertus στο Αγρίνιο (11/7), η πυρπόληση της κατάληψης Δράκα στην Κέρκυρα (13/7), η σφράγιση της Ανοιχτής Κατάληψης Δημοτικής Αγοράς Κυψέλης στην Αθήνα (18/8) και οι εκκενώσεις των καταλήψεων ΔΕΛΤΑ στη Θεσσαλονίκη (12/9), Αφροδίτης 8 στη Βέροια (1/10) καθώς και καταλήψεων στέγης σε όλη τη χώρα. Τις επιθέσεις αυτές έρχονται να συμπληρώσουν κι άλλες, όπως επίσης οι καθημερινές προσαγωγές, οι συλλήψεις, η στοχοποίηση αγωνιστών/στριών, τα πογκρόμ (κρατικά και μη), οι επιθέσεις των μηχανισμών καταστολής στις διαδηλώσεις, όλα σ' ένα πλαίσιο τρομοκράτησης και γενικευμένου φόβου.

Συνειδητοποιούμε, πως το πάθος των εκμεταλλευτών να μας εξαφανίσουν πηγάζει απ' το φόβο τους· φοβούνται (και καλά κάνουν), πως οι ζυμώσεις και οι δράσεις που γίνονται μέσα από τις καταλήψεις και τους αυτοοργανωμένους χώρους θα προκαλέσουν την πτώση τους. Συνειδητοποιούμε, πως τα κτίρια που στεγάζουν τέτοια εγχειρήματα δεν καταστρέφονται, όπως θέλουν να μας κάνουν να πιστέψουμε τα ΜΜΕ· παίρνουν ζωή απ' τον κόσμο που τα επανοικειοποιείται, σε αντίθεση με την προηγούμενη τους κατάσταση, δηλαδή τη θλιβερή εγκατάλειψη και τη σαπίλα. Συνειδητοποιούμε, όλο και περισσότερο, πως δεν χρειαζόμαστε προστάτες, ιεραρχίες και εξουσία να ορίζουν τις ζωές μας. Συνειδητοποιούμε, πως η αλληλεγγύη είναι το όπλο μας. Συνειδητοποιούμε, πως η κοινωνία δεν ζημιώνεται από τις καταλήψεις, αλλά από τη διαχείρισή της από κρατικούς και τοπικούς άρχοντες· σαν βλέπουν κάτι να ξυπνάει και να κινείται στην κοινωνία, το παρουσιάζουν ως επικίνδυνο και τρομακτικό και προσπαθούν να το ξεριζώσουν απ' αυτήν, έτσι ώστε να μπορέσουν να το συνθλίψουν. Συνειδητοποιούμε, και απαντάμε δυναμικά:

ΚΑΤΩ ΤΑ ΧΕΡΙΑ ΑΠΟ ΤΙΣ ΚΑΤΑΛΗΨΕΙΣ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΑΥΤΟΟΡΓΑΝΩΜΕΝΟΥΣ ΧΩΡΟΥΣ!

ΚΑΜΙΑ ΔΙΩΞΗ ΣΤΟΥΣ ΑΓΩΝΙΣΤΕΣ!

ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗ ΣΤΟΥΣ ΣΥΛΛΗΦΘΕΝΤΕΣ!


ΑΥΤΟΔΙΑΧΕΙΡΙΖΟΜΕΝΟΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ ΒΙΛΑ ΖΩΓΡΑΦΟΥ

  • Πορεία αλληλεγγύης στις καταλήψεις και τους αυτοοργανωμένους χώρους, Σάββατο 1 Δεκέμβρη Πλατεία Βικτορίας, 12.00

Κυριακή 25 Νοεμβρίου 2012

Σκέψεις παράπλευρες με αφορμή τη Λαμπηδόνα - «Πολιτισμός» με τη βαθύτερη έννοια

Της Χριστίνας Τσαμουρά

«Όπως στη ρωμαϊκή εποχή έτσι και σήμερα η συμμετοχή στη res publica είναι κατά κανόνα ζήτημα συμπόρευσης και οι χώροι για μια τέτοια δημόσια ζωή –όπως και η πόλη– βρίσκονται σε παρακμή». [1] Ο δήμαρχος του Βύρωνα, Ν. Χαρδαλιάς, επιβεβαιώνοντας στο μέτρο που του αντιστοιχεί τη διαπίστωση του Σένετ, άφησε τους δημόσιους χώρους του Βύρωνα να παρακμάσουν έως σήψης, στερώντας τους τη δυνατότητα να λειτουργήσουν ως τέτοιοι. Και όταν βρέθηκαν κάτοικοι της γειτονιάς διαθέσιμοι και ικανοί να αντιστρέψουν έμπρακτα τη διαδικασία αποτελμάτωσης, τότε αποφάσισε να τους ιδιωτικοποιήσει.

Στα μέσα του Οκτώβρη του 2011 το Κοινωνικό-Πολιτιστικό Κέντρο Βύρωνα προχώρησε σε κατάληψη ενός κλειστού, παρατημένου κι εγκαταλελειμμένου δημοτικού αναψυκτηρίου που βρίσκεται στο Αλσάκι της Αγ. Τριάδας: τη «Λαμπηδόνα». Σπρώχτηκε στην πρακτική αυτή, προκειμένου να στεγάσει τις προγραμματισμένες εκδηλώσεις για ένα πλούσιο διήμερο Φεστιβάλ άνευ εισιτηρίου, καθώς στη γειτονιά δεν έχει μείνει ίχνος δημόσιου χώρου για τέτοιες ανάγκες. Είχε προηγηθεί, βεβαίως, άρνηση του Δήμου να παραχωρήσει το χώρο (αν και κλειστός) διά της τυπικής οδού και η δεύτερη μέρα του Φεστιβάλ βρισκόταν «στον αέρα» εξαιτίας της εξελισσόμενης φθινοπωρινής κακοκαιρίας. Μαυρίλα, κρύο και ένας ουρανός που από στιγμή σε στιγμή υποσχόταν να ρίξει καρέκλες, απειλούσε με ματαίωση εκθέσεις, προβολές, συναυλίες, συζητήσεις και συλλογική κουζίνα.

Ταυτόχρονα όμως απειλούσε με ματαίωση τη συλλογική επιθυμία όσων συνεργάστηκαν για τη δημιουργία του Φεστιβάλ (και όσων το επισκέφτηκαν) να υπάρξουν στη δημόσια σφαίρα της γειτονιάς με το δικό τους τρόπο και το δικό τους λόγο. Δεν ξέρω ποια ματαίωση από τις δύο θα ήταν η πιο βαριά, αλλά προς τιμήν τους οι κάτοικοι επέλεξαν να μη γευτούν καμία, προχωρώντας στην κατάληψη του χώρου.

Έστιν ουν δημόσιος χώρος…

Ένα «αυτόματο» πρώτο σχόλιο στο πλαίσιο μιας ριζοσπαστικής σκέψης είναι προφανώς το: «Μπράβο στους κατοίκους που πήραν την κατάσταση στα χέρια τους, είπαν ΟΧΙ στις ιδιωτικοποιήσεις των δημόσιων χώρων και διεκδικούν εμπράκτως έναν απ’ αυτούς». Είναι η σημαντική σκοπιά που θέτει στο επίκεντρό της τον ορισμό του δημόσιου χώρου ως το Χώρο που Δεν Ανήκει σε Ιδιώτες. Ο αγώνας αυτός κορυφώνεται τις μέρες τούτες, καθώς ο Δήμαρχος προκήρυξε διαγωνισμό εκμίσθωσης της δημοτικής και αυτοδιαχειριζόμενης πλέον «Λαμπηδόνας» σε ιδιώτη (5 Δεκεμβρίου του 2012). Επειδή όμως απ’ τη σκοπιά αυτή ήδη έχουν λεχθεί πολλά και θα συνεχίσουν να λέγονται, όσο η κρίση θα επιταχύνει το κάθε μορφής «ξεπούλημα» ή «μοσχοπούλημα» της δημόσιας/δημοτικής περιουσίας και των δημόσιων/δημοτικών αγαθών– αξίζει ίσως να ασχοληθεί κανείς για λίγο με μια άλλη πλευρά του ζητήματος. Μια οπτική που, παραμερίζοντας προς στιγμήν το ιδιοκτησιακό καθεστώς, θέτει στο επίκεντρό της τον ορισμό του δημόσιου χώρου ως το Χώρο που Παράγει και Στεγάζει Δημόσιο Βίο.

Από μια τέτοια αφετηρία ένα ενδεχόμενο «μπράβο στους κατοίκους» θα ξεδίπλωνε μια σειρά από άλλα «που»:

• Μπράβο, λοιπόν, που λένε όχι στην ιδιώτευση, που αρνούνται εμπράκτως την ιδιωτική διαβίωση ως αυτοσκοπό της ύπαρξης, που απορρίπτουν την κοινή πεποίθηση πως το να ζει κανείς μόνο με τον εαυτό του, την οικογένεια και τους στενούς του φίλους είναι τρόπος ζωής που πραγματικά τον ωφελεί, που αμφισβητούν τη–μαζική στη δυτική, καταναλωτική κοινωνία–αυταπάτη ότι μπορεί κανείς να εξελίσσεται υγιώς ως άτομο και μέλος μιας γειτονιάς, μιας πόλης, μιας κοινωνίας, ανεξάρτητα από τις κοινωνικές συνθήκες και την κατάσταση του ευρύτερου περίγυρου που τον περιβάλλει, απλώς καταναλώνοντας προϊόντα βυθισμένος στη φαντασιακή «ασφάλεια» που του υπόσχεται ο καναπές…

• Μπράβο που δίνουν πίσω στο δημόσιο χώρο την πολιτισμική ουσία του δημόσιου χαρακτήρα του: όπου άνθρωποι, σε πρώτη φάση ξένοι και άγνωστοι μεταξύ τους, βρίσκουν λόγους και τρόπους να συνυπάρξουν και να συμπορευτούν, βρίσκουν το χαμένο μέσα στις δεκαετίες καπιταλιστικής και νεοφιλελεύθερης σκέψης νόημα στο να προσφέρουν το χρόνο τους «αφιλοκερδώς», βρίσκουν κίνητρο στο να προβαίνουν σε αμοιβαίες δεσμεύσεις χωρίς «χρηματική ανταπόδοση», βρίσκουν ενδιαφέρον στο να συμπράξουν σε στόχους που δεν ανήκουν «στα του οίκου τους», ξαναβρίσκουν με άλλα λόγια το –χαμένο– «νόημα» στο να «συμμετέχουν στα κοινά».

• Εν ολίγοις, μπράβο που δημιουργούν σε ένα παλιό, εγκαταλειμμένο, δημόσιο αναψυκτήριο, που σάπιζε, όρους και προϋποθέσεις να ξαναγεννηθεί δημόσια ζωή, ίσως η πιο σημαντική και πιο παρηκμασμένη στο δυτικό πολιτισμό σφαίρα δράσης των κατοίκων μιας πόλης.

«Πολιτισμός» με τη βαθύτερη έννοια

Υπ’ αυτό το πρίσμα το Κοινωνικό – Πολιτιστικό Κέντρο του Βύρωνα –και όλες οι αντίστοιχες κινήσεις για δημιουργία τοπικών/συνοικιακών αυτοδιαχειριζόμενων χώρων σε δημοτικές, μαραζωμένες εγκαταστάσεις– φέρνει απείρως μεγαλύτερο κέρδος στην κοινότητα, απ’ ό,τι τα αμφίβολα ευρώ της όποιας «εκμίσθωσής» τους . Κι ακόμη κι αν δεν το δηλώνουν, τέτοια «κέντρα» πολιτών είναι εντελώς «πολιτικά», καθώς με την ίδια τους την ύπαρξη και το περιεχόμενό τους δρουν ανταγωνιστικά προς την κυρίαρχη ιδεολογία και πρακτική, που βρίσκεται σε ανοιχτό πλέον πόλεμο με το δημόσιο χώρο, με όποιον τρόπο κι αν επιλέξει κανείς να τον ορίσει. Επίσης, είναι «κέντρα» πέρα για πέρα «πολιτισμικά», με τη βαθύτερη έννοια του όρου, αφού παρεμβαίνουν έμπρακτα στον παγιωμένο «τρόπο ζωής» του κέντρου και των συνοικιών μιας δυτικής μητρόπολης σε κρίση, όπως η Αθήνα, απαξιώνουν την «παντοδυναμία του χρήματος», μπαίνουν σφήνα στη «δημόσια αποχαύνωση», γίνονται «ζωντανά» πεδία διαμόρφωσης «κοινής γνώμης» υπονομεύοντας το μονοπώλιο της τηλεόρασης, τροποποιούν τις «κοσμοθεωρίες του καναπέ» και αλλάζουν την εικόνα των εμπλεκομένων για το «τι εστί ενασχόληση με τα δημόσια πράγματα» παρέχοντάς τους επαρκείς λόγους να βγουν απ’ το σπίτι.

Η αλήθεια είναι εκεί έξω…

Από εκφυλισμένη, βαρετή, τυπολατρική, παθητική, συμβατική, «στημένη» και ανούσια, η δημόσια ζωή μοιάζει δειλά δειλά να κερδίζει τη ρημαγμένη γοητεία της στα μάτια αρκετών ανθρώπων, που παλεύουν με νύχια και δόντια να της βρουν ελεύθερους δημόσιους χώρους για να τη «στεγάσουν»... Το ποιοι , πότε και πώς τη ρήμαξαν είναι μια ολόκληρη συζήτηση που αξίζει κάποτε να ανοίξει. Το σίγουρο είναι ότι κατά τις τελευταίες δεκαετίες του 20ού και τις πρώτες του 21ουαιώ., όπως καυτηριάζει ο Σένετ, «μάζες ανθρώπων ασχολούνταν με τις μεμονωμένες βιογραφίες τους όσο ποτέ άλλοτε» πιστεύοντας ότι η ενασχόλησή τους αυτή συνιστά «απελευθέρωση του ατόμου».

Όμως, το ζοφερό τοπίο της απύθμενης κρίσης με τρόπο σοκαριστικό ανατρέπει παλιές βεβαιότητες. Υπάρχει κάτι που συνδέει τις εντυπωσιακά μαζικές λαϊκές συνελεύσεις του προπέρσινου καλοκαιριού, που έδωσαν στην Πλατεία Συντάγματος μια άλλη διάσταση της χρήσης της πλατείας (πέρα από την εμπορική), τις λαϊκές συνελεύσεις των γειτονιών (που επίσης ανέδειξαν τις συνοικιακές πλατείες ως χώρους παρέμβασης στη δημόσια σφαίρα) και την ανοιχτή συνέλευση της δημοτικής Λαμπηδόνας , για την οποία δίνουν μάχη σήμερα οι κάτοικοι να μην ιδιωτικοποιηθεί, προκειμένου να συνεχίζουν να στεγάζουν εκεί συζητήσεις, εκδηλώσεις, δράσεις πολιτισμού και αλληλεγγύης; Ναι! Ότι καταγράφεται σταθερά μια εναγώνια προσπάθεια του «πλήθους», του «λαού», της «κοινωνίας», «της κοινότητας» ή όπως θέλετε πείτε το, να βρει το νέο εκείνο κανάλι που οδηγεί από την «ιδιωτική σφαίρα» στη «δημόσια» και να του εξασφαλίσει ελεύθερο ζωτικό χώρο. Καινούριες πολυπληθείς ομάδες κόσμου επανακάμπτουν σταθερά στο προσκήνιο της πόλης των μνημονίων διεκδικώντας με νέες φόρμες και άλλους κώδικες δημόσιο χώρο, δημόσιο λόγο και δημόσια παρέμβαση.

Φαίνεται πως στις μέρες μας αρκετοί είναι εκείνοι που υποπτεύονται πως η «βιογραφία», αν θέλει να υπάρξει –ακόμη και ως μεμονωμένη– οφείλει να βρει τρόπους να καταστεί πρώτ’ απ’ όλα συλλογική. Και δημόσιους χώρους να στεγάζεται. Κι αυτός είναι ένας σοβαρός λόγος να μην περάσουν αντίστοιχες ιδιωτικοποιήσεις.

Σημείωση

1. Ρίτσαρντ Σένετ, Η τυραννία της οικειότητας. Ο δημόσιος και ιδιωτικός χώρος στο δυτικό πολιτισμό

Πηγή: rednotebook.gr

  • Πορεία διαμαρτυρίας ενάντια στην προσπάθεια διάλυσης του Κοινωνικού και Πολιτιστικού Κέντρου Βύρωνα και εκμίσθωσης του αναψυκτηρίου της Λαμπηδόνας Πέμπτη 29/11 και ώρα 7:00 μμ στο χώρο της Λαμπηδόνας

  • Παράσταση διαμαρτυρίας και ακύρωση του διαγωνισμού για την εκμίσθωση του αναψυκτηρίου της Λαμπηδόνας Τετάρτη 5/12 ώρα 8.30 πμ μπροστά από το Δημαρχείο Βύρωνα.

Παρασκευή 23 Νοεμβρίου 2012

Συλλέκτες χρέους: Η Οικονομία, η Πολιτική και η Ηθική του χρέους


Κάθε φιλοσοφική θεώρηση της πολιτικής του χρέους, ίσως θα πρέπει να αρχίσει με το γεγονός ότι το σύνολο της ρητορικής του χρέους, της κατοχής και της πληρωμής των χρεών, είναι ταυτόχρονα ένα λεξιλόγιο ηθικών και οικονομικών όρων. Αυτό το σημείο σχετίζεται μεν, αλλά σε αντίθεση, με το γνωστό επιχείρημα του Νίτσε στην Γενεαλογία της Ηθικής. Ενώ ο Νίτσε υποστήριξε ότι η ηθική, η ενοχή, ήταν κατά βάση της, χρεωστική, μια πληρωμή βασάνων για όσους δεν μπορούσαν να πληρώσουν το τίμημα, η εξέταση του χρέους αποκαλύπτει το πόσο η πληρωμή των χρεών του, η πληρωμή των λογαριασμών του, είναι τόσο μια ηθική επιταγή όσο και μια οικονομική σχέση.

Όπως υποστηρίζει ο David Graeber ακόμη και από τη σκοπιά της πρότυπης οικονομικής θεωρίας η τοποθέτηση του χρέους ως κάποιου είδους ηθικού καθήκοντος, σαν κάτι που δεν μπορεί ποτέ να καταργηθεί, έρχεται σε αντίθεση όχι μόνο με την αιτιολόγηση του τόκου, που υποτίθεται ότι είναι μια αποζημίωση με βάση το ρίσκο, αλλά παράλληλα είναι και μία τεράστια συσκευή που είναι αφιερωμένη στην εκτίμηση του ρίσκου, διακρίνοντας ανάμεσα σε καλό και κακό ρίσκο. Η ιδέα της αποπληρωμής του χρέους, δεν είναι τίποτα άλλο από μια ηθική ιδέα, και μάλιστα μία ιδέα απόλυτης ηθικής υποχρέωσης που μεταφέρεται στη σφαίρα της οικονομίας. Θα μπορούσε κανείς να θεωρήσει αυτή την ηθική δουλική, για το γεγονός ότι κρατεί τους πάντες να πληρώνουν την υποθήκη για ένα σπίτι κάτω από το νερό, να πληρώνουν τα δάνεια σπουδών τους, χωρίς ποτέ να πάρουν τη δουλειά που τους υποσχέθηκε μια τέτοια εκπαίδευση. Φαίνεται λοιπόν ότι το πολιτικό καθήκον είναι ζήτημα απλά να διαχωρίσουμε την ηθική της υποχρέωσης από την οικονομία του χρέους. Ο κόμπος είναι λίγο πιο μπερδεμένος από το να πετάξουμε απλά στην άκρη, τη γλώσσα του χρέους εξ ολοκλήρου, αφού το χρέος, είναι ο κυρίαρχος τρόπος έκφρασης των κοινωνικών υποχρεώσεων. Ο Graeber υποστήριξε ότι η προϊστορία του χρέους, η προϊστορία που εξηγεί την ετυμολογία της οικονομίας και της ηθικής, βασίζεται στις υποχρεώσεις που στηρίζουν την κοινωνία, ανάμεσα στους γονείς και τα παιδιά, ανάμεσα στους συζύγους, κλπ. Ωστόσο, οι υποχρεώσεις αυτές δεν έχουν αποτιμηθεί σε χρήμα. Αν λάβουμε υπόψη ένα σύγχρονο παράδειγμα, οφείλουμε ένα χρέος προς τους γονείς μας, αλλά ποτέ δεν θα μπορούσαμε να το ξεπληρώσουμε με μια επιταγή, ή αν κάναμε κάτι τέτοιο θα φαινόταν προσβλητικό. Για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα αυτά τα μη-χρηματικά χρέη στήριξαν τις κοινωνικές σχέσεις και τα άτομα. Η πρόσφατη ιστορία του χρέους είναι εκείνη κατά την οποία αυτή η εξάρτηση, τουλάχιστον όσον αφορά τα μερικώς αναγνωρισμένα κοινωνικά δικαιώματα, το δικαίωμα στην εκπαίδευση, την περίθαλψη, κλπ., έχουν γίνει κοινωνικά χρέη, δικαιώματα-τίτλοι, τα οποία με τη σειρά τους ιδιωτικοποιήθηκαν και εξατομικεύτηκαν. Οι πρωτογενείς πηγές του χρέους, ιδιαίτερα στις ΗΠΑ, είναι η εκπαίδευση, η στέγαση, η υγειονομική περίθαλψη και, είναι εκφράσεις της ανάγκης, της ριζικής έλλειψης αυτάρκειας μας ως ανθρώπινα όντα. Αποσυνδέοντας τον κόμβο της οικονομίας και της ηθικής δεν είναι απλά θέμα να πετάξουμε έξω τη γλώσσα του χρέους, αλλά και να αφαιρέσουμε την εξάρτηση από την οικονομία του χρέους, ή με βάση την άποψη του Graeber, να πετάξουμε την ανθρώπινη οικονομία από την οικονομία.

Πώς μπορεί να γίνει αυτό; Πώς είναι δυνατόν να χαράξουμε μια διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στην οικονομία και την ηθική; Αυτό δεν είναι ένα απλό ερώτημα μόνο λόγων, των ίδιων των λέξεων για το χρέος και την υποχρέωση αλλά και της αλληλεξάρτησης των διαφόρων πρακτικών και αξιοπρεπών τρόπων, του τρόπου παραγωγής και τη λειτουργία της υποταγής. Το σχόλιο του Μαρξ στον James Mill προσφέρει μια ενδιαφέρουσα εξέταση των ζητημάτων αυτών. Όπως γράφει ο Μαρξ σε σχέση με την πίστωση:

“Ένας … πλούσιος άνθρωπος δίνει πίστωση σε ένα φτωχό άνθρωπο τον οποίο θεωρεί εργατικό και ευπρεπή. Αυτό το είδος της πίστωσης ανήκει στο ρομαντικό, συναισθηματικό μέρος της πολιτικής οικονομίας, στις εκτροπές, τις υπερβολές του, τις εξαιρέσεις, όχι τον κανόνα. Αλλά ακόμη και αν υποθέσουμε αυτή την εξαίρεση και τη χορήγηση αυτής της ρομαντικής δυνατότητας, η ζωή του φτωχού, τα ταλέντα του και η δραστηριότητα του, εξυπηρετούν τον πλούσιο άνθρωπο ως εγγύηση για την αποπληρωμή των χρημάτων που δάνεισε. Αυτό σημαίνει, επομένως, ότι όλες οι κοινωνικές αρετές του φτωχού, το περιεχόμενο της ζωτικής του δραστηριότητας, η ίδια η ύπαρξή του, αποτελούν για τον πλούσιο άνθρωπο την επιστροφή του κεφαλαίου του με το συνήθη τόκο. ” (Βλέπε Comments on James Mill, Éléments D’économie Politique)

Αυτό που ο Μαρξ εδώ απορρίπτει ως “ρομαντική” και “συναισθηματική” πτυχή της πολιτικής οικονομίας, είναι η προσωπική σχέση ενός ατόμου με ένα άλλο άτομο. Είναι εντυπωσιακό ίσως να αντιπαρατεθεί το κείμενο αυτό , γραμμένο το 1844, με ένα άλλο απόσπασμα από την ίδια χρονική περίοδο, “Η δύναμη του Χρήματος στην Αστική Κοινωνία.” Σε αυτό το κείμενο, ο Μαρξ προσφέρει τη δυνατότητα μιας σχέσης μεταξύ ατόμων, που δεν διαμεσολαβείται από το χρήμα . Σε μια τέτοια κοινωνία, ο Μαρξ γράφει: “Κάθε μία από τις σχέσεις σας με τον άνθρωπο και τη φύση πρέπει να είναι μια συγκεκριμένη έκφραση, που αντιστοιχεί στο αντικείμενο της θέλησης σας, της πραγματικής ατομικής ζωής σας.” Σε αυτό το κείμενο, η αφαίρεση του χρήματος, της δύναμης να διαλύσει όλες τις κοινωνικές ιδιότητες εκτοπίζοντας τες με την κοινωνική εξουσία του, αντιτίθεται σε μια ανθρώπινη σχέση, μια σχέση ατόμου με άτομο. Σε αντίθεση με αυτό, το πέρασμα στην πιίστωση δείχνει ότι τέτοιες ανθρώπινες αξιολογήσεις, η εκτίμηση της αξίας του ανθρώπου που διαμορφώνουν τη βάση των μύθων του Horatio Alger και των φαντασιών της κοινωνικής κινητικότητας-ανόδου (rags to riches), είναι στην καλύτερη περίπτωση μια εξαίρεση από τον κανόνα του χρήματος ενώ στη χειρότερη, η υλοποίηση του. [1]

Σε έναν κόσμο, που κυριαρχείται από τις αφαιρέσεις του χρήματος, η πίστωση δεν είναι μια στιγμή αδιαμεσολάβητης σχέσης και αξιολόγησης αλλά μόνο η πλήρης διείσδυση του χρήματος σε ολόκληρη της ζωή. Όπως γράφει ο Μαρξ,

“Στο πλαίσιο της πιστωτικής σχέσης, δεν είναι η περίπτωση ότι το χρήμα ξεπερνιέται στον άνθρωπο, αλλά ότι ο ίδιος ο άνθρωπος μετατρέπεται σε χρήμα, ή ότι το χρήμα ενσωματώνεται σ’ αυτόν. Η ανθρώπινη ατομικότητα, η ίδια η ανθρώπινη ηθική, έχει γίνει τόσο ένα αντικείμενο του εμπορίου όσο και το υλικό στο οποίο υπάρχει χρήμα. Αντί για χρήματα, ή χαρτί, είναι η δική μου προσωπική ύπαρξη, η σάρκα και το αίμα μου, η κοινωνική αρετή και η σημασία μου, που συνιστά το υλικό, τη σωματική μορφή του πνεύματος του χρήματος. Η πίστωση δεν επιλύει πλέον την αξία του χρήματος σε χρήμα, αλλά σε ανθρώπινη σάρκα και ανθρώπινη καρδιά. Τέτοια είναι η έκταση στην οποία όλη η πρόοδος και όλες οι αντιφάσεις μέσα σε ένα ψεύτικο σύστημα είναι μία ακραία οπισθοδρόμηση και συνέπεια της προστυχιάς.” (βλέπε ο.π Comments on James Mill, Éléments D’économie Politique)

Η πίστωση και το χρέος δεν είναι κάποια στιγμή της προσωπικής αξιολόγησης έξω από την οικονομία, κάποια στιγμή των αξιών για τον υπολογισμό της αξίας, αλλά η πλήρης διείσδυση του υπολογισμού της αξίας σε ολόκληρη τη ζωή. Δεν υπάρχει πλέον μια αντίθεση ανάμεσα στο χρήμα ως μια αφηρημένη και ποσοτικοποιήσιμη δύναμη, που καθιστά τα πάντα ανταλλάξιμα και στις ανθρώπινες σχέσεις που είναι πάντα οι σχέσεις των συγκεκριμένων, των ιδιαίτερων ποιοτήτων τους. Η πίστωση και το χρέος είναι απολύτως συγκεκριμένα, απόλυτα εξατομικευμένα, αλλά αυτή η εξατομίκευση δεν είναι έξω από την αφαίρεση του χρήματος, αλλά η απόλυτη υπαγωγή της πιο ευαίσθητης περιοχής της υποκειμενικότητας. Η ανθρώπινη οικονομία, η οικονομία των υποχρεώσεων και των δράσεων, δεν υπάρχει ως κάτι κάτω από ή πέρα από την οικονομία του χρέους, αλλά έχει πλήρως υπαχθεί σε αυτήν.

Όσο θα μπορούσαμε να διαβάσουμε το κείμενο του Μαρξ ως ένα ακόμη προφητικό κείμενο του, που φαίνεται να πρόλαβε την εποχή των πιστωτικών οργανισμών, την ανίχνευση των ιστοσελίδων κοινωνικών μέσων δικτύωσης και τη σύναψη ασφαλιστήριων συμβολαίων του Wal-Mart με τους υπαλλήλους της, η σημαντική διαφορά είναι ότι η διείσδυση τέτοιων εκτιμήσεων στις εσωτερικές λεπτομέρειες της πίστωσης και της ύπαρξης δεν λαμβάνει χώρα από μια προσωπική αξιολόγηση, από έναν πιστωτή αξιολόγησης της κοπής του βραχίονα του οφειλέτη, αλλά μέσα από απρόσωπους και αόρατους υπολογισμούς. Ξέρετε το πιστωτικό σας λογαριασμό; Ή, ο εργοδότης σας έχει συνάψει ασφαλιστικό συμβόλαιο για τη ζωή σας; Όσο η πίστωση και το χρέος καθιστά τα πάντα υπολογίσιμα, μετατρέποντας την υποκειμενικότητα σε μια σειρά από περιουσιακά στοιχεία και ρίσκο, το κάνει πίσω από την πλάτη κάποιου (για να αντηχήσω τη διατύπωση του Μαρξ για τη συγκρότηση της αφηρημένης αξίας).

Αυτό δείχνει μία άλλη διαίρεση, μία άλλη δυαδικότητα, όχι μεταξύ των οικονομικών του χρέους και της ηθικής υποχρέωσης, ή μεταξύ της αφαίρεσης του χρήματος και των άμεσων προσωπικών σχέσεων, αλλά ανάμεσα σε δύο διαφορετικές σχέσεις με το χρήμα. Ως ιδιοκτήτες, κάτοχοι, και ανταλλάκτες το χρήμα εμφανίζεται ως κάτι που χρησιμοποιούμε, κάτι που υπάγεται στις δικές μας επιλογές, τα ιδανικά μας, τις αξίες, στο βαθμό που αυτά τα ιδανικά και οι αξίες περιορίζονται από την ποσότητα των χρημάτων που διατίθενται και τη μορφή του ίδιου του χρήματος. Ταυτόχρονα, όμως, ως οφειλέτες, έχουμε μια διαφορετική σχέση με το χρήμα, αυτό που μας διαπερνάει χωρίς να μας το γνωρίζουν. Στο La fabrique de l’homme endetté: essai sur la condition néoliberalé , ο Maurizio Lazzarato περιγράφει τις δύο αυτές πτυχές ως εξής:

“Το χρήμα / χρέος εμπλέκει την υποκειμενικότητα με δύο ετερογενείς και συμπληρωματικούς τρόπους: η “κοινωνική υποταγή” δραστηριοποιείται από μία γραμμομοριακή λειτουργία στο υποκείμενο, λαμβάνοντας τη συνείδησή του, τη μνήμη του, καθώς και τις αναπαραστάσεις του, ενώ ο “μηχανικός έλεγχος” λειτουργεί στο μοριακό επίπεδο, στα εσω-ατομικά και προατομικά στοιχεία της υποκειμενικότητας, η οποία δεν περνάει ούτε από την ανακλαστική συνείδηση και τις αναπαραστάσεις της, ούτε από τον εαυτό.”

Όταν πρόκειται για τους μισθούς μας, τα χρήματα στην τσέπη μας, ρωτιόμαστε ως άτομα, ως καταναλωτές, οι οποίοι μπορούν να ξοδέψουν και να αξιοποιήσουν τις δυνατότητές αγοράς, αλλά όταν πρόκειται για το χρέος, για το χρήμα που είμαστε και όχι που κατέχουμε, δεν είμαστε τα άτομα, αλλά διάτομα (dividual), διαιρούμενα και μεταμφιεσμένα σε συστατικές πράξεις και ποιότητες, πράξεις και ποιότητες που είναι με τη σειρά τους ομαδοποιημένες σε μεγαλύτερα σύνολα και συλλογές. Το άτομο κάνει χρήση των χρημάτων, αλλά στο προατομικό επίπεδο, στο επίπεδο του διατόμου, το ίδιο πρόσωπο, ή τα συστατικά μέρη του, χρησιμοποιείται από το χρήμα.

Παρά το γεγονός ότι το χρέος είναι περισσότερο ή λιγότερο απεδαφικοποιημένο, κατανέμεται σε σχέση με αφηρημένες ενέργειες, ποιότητες, και προβλέψεις, και στη συνέχεια συναρμολογείται σε συλλογές, ή τιτλοποιείται, δεν σημαίνει ότι δεν επαναεδαφικοποιείται το ίδιο σε σχέση με συγκεκριμένες συνέπειες και σχέσεις. Οι συνέπειες αυτές τοποθετούνται πιο άμεσα στο επίπεδο των δράσεων και των επιλογών, αυτό που ο Lazzarato αναφέρει ως η συγκεκριμένη εργασία για τον εαυτό, που απαιτείται από το καθεστώς του χρέους. Για να πάρουμε ένα παράδειγμα: τα φοιτητικά δάνεια είναι σχετικά αδιάφορα για τη συγκεκριμένη ειδίκευση ή τις σπουδές που λαμβάνει κανείς, μια αδιαφορία που κατέστη δυνατή με τη δύναμη του κράτους, αλλά αυτό δεν κρατάει την αφηρημένη ποσότητα του χρέους να έχει μία συνέπεια στα άτομα που αφορά. Όποιος διδάσκει σε ένα πανεπιστήμιο ίσως γνωρίζει την επίδραση ψύξης (chilling effect) που το φοιτητικό χρέος έχει μια διανοητική έρευνα και την εκπαίδευση. Οι φοιτητές δεν ρωτάν στον εαυτό τους τα ερωτήματα: τι με ενδιαφέρει; Και σε ποιο κλάδο ή τομέα έχω ταλέντο; Αλλά αντίθετα ρωτάνε: τι θα μου δώσει μια δουλειά; Ποια θα είναι η ζήτηση της αγοράς; Το χρέος είναι το μέλλον που ενεργεί στο παρόν. Τα χρέη θα μπορούσαν να υπολογίζονται στο επίπεδο των προατομικών ενεργειών, και των υπερατομικών (transindividual) συλλογών, αλλά εσωτερικεύεται στο επίπεδο των ατομικών δράσεων και αποφάσεων.

Καθώς η παραγραφή του φοιτητικού χρέους (forgiving student debt), ή η ιδέα μίας οργανωμένης μαζικής αθέτησης του φοιτητικού χρέους κυκλοφορεί μεταξύ των μελών του κινήματος Occupy Wall Street, υπάρχουν οι φαινομενικά αναπόφευκτες επικλήσεις της ευθύνης. Προβάλλεται το επιχείρημα ότι όσοι έλαβαν φοιτητικά δάνεια πήραν το ρίσκο τους, αποφάσισαν να ειδικευτούν στην ιστορία της τέχνης ή τη φιλοσοφία, ή, όταν προτείνουν την ανακούφιση στα χρέη των υποθηκών, προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι εκείνοι που πήραν με υποθήκες σπίτια που δεν μπορούσαν να αντέξουν οικονομικά δεν θα πρέπει να επιβραβεύονται. Το χρέος επαναεδαφικοποιείται για τα αντικείμενα του έθνους και της κοινότητας, και υπόκειται σε μια ιεραρχία αποδεκτών σκοπών και στόχων. Η ηθική του χρέους είναι ουσιαστικά ενάντια στην ισότητα: δεν είναι μόνο ότι υπάρχουν οφειλέτες και πιστωτές, αλλά ότι ο καθένας έχει τις πιθανότητές του, η ισότητα αντιτίθεται στην ηθική του ρίσκου και της ανταμοιβής. Το χρέος είναι μια μετάλλαξη του homo economicus: δεν είναι πλέον, όπως ισχυρίστηκε ο Μαρξ, το υποκείμενο της “ελευθερίας, της ισότητας, και του Bentham,” αλλά το υποκείμενο της υποχρέωσης, της ανισότητας, και του Becker. [2] Όπως υποστηρίζει ο Lazzarto, ολόκληρη η οικονομία του χρέους εμπλέκεται σε ένα έργο για τον εαυτό, στο οποία το άτομο διακυβερνάται από την ιδέα της μεγιστοποίησης της αξίας και τη διαχείριση του ρίσκο σε μια σειρά από επιλογές που είναι ριζικά εξατομικευμένες, αλλά αυτό που δεν αναφέρει είναι ότι η αντίληψη αυτού του ρίσκου διασχίζει το έδαφος των πλήρως ηθικοποιημένων ιδεών της σκληρής δουλειάς, του εθνικού, και κοινοτικού ανήκειν.


Είναι ακριβώς αυτή η ηθικολογία πως οποιαδήποτε πολιτική του χρέους, της άρνησης του χρέους και του χρέους, που κάποιος πρέπει να αρνηθεί και να πολεμήσει ενεργά. Θα πρέπει να την αρνηθεί όχι απλά ως μια ιδεολογία, ως ένα σύνολο ιδεών και αναπαραστάσεων που μπορεί να καταργηθεί, αλλά ως αυτό που ο Lazzarato αναφέρεται ως παραγωγή της υποκειμενικότητας. Το χρέος και ο υπολογισμός της ζωής και της δραστηριότητας όσον αφορά το ρίσκο και τα οφέλη δεν είναι απλώς ένα σύνολο ιδεών, είναι ένας τρόπος με τον οποίο η υποκειμενικότητα παράγεται και ρυθμίζεται. Το χρέος δεν είναι απλώς ένα σύνολο ιδεών που έχει κανείς σχετικά με τις υποχρεώσεις, αλλά μια εμπειρία, μια εμπειρία ασφυκτική για ό, τι είναι δυνατό ή επιθυμητό. Είναι “ένα συλλογικό φαινόμενο που υποφέρεται ατομικά.” Το να πούμε ότι πρόκειται για ένα συλλογικό φαινόμενο δεν σημαίνει ότι έτσι συνίσταται μια συλλογικότητα. Είναι δύσκολο και αδύναμο να πούμε “εμείς οι οφειλέτες.” Αυτό δεν οφείλεται μόνο και μόνο στις τις ηθικολογικές διαιρέσεις μεταξύ των ιδιοκτητών σπιτιών, των πολιτών, και των φοιτητών, αλλά επειδή το συλλογικό φαινόμενο συνίσταται περισσότερο στο επίπεδο των προατομικών διαστάσεων της ύπαρξης, τα πρότυπα του ρίσκου, της κατανάλωσης, και άλλους παράγοντες που δεν συνιστούν ένα άτομο. Το χρέος εξατομικεύεται στο επίπεδο της ενοχής, αλλά οι συλλογικές συνθήκες παραμένουν διασκορπισμένες και ανόμοιες. Η συλλογική δράση απαιτεί ένα ελάχιστο κοινωνικής αλληλεγγύης, η οποία παρέχεται ίσως από τις καταλήψεις των πανεπιστημίων και των δημόσιων χώρων. Όσο και αν μπορούμε να είμαστε επικριτικοί στις πλαστές διαιρέσεις μεταξύ “Wall Street” και “Main Street”, το χρηματιστικό κεφάλαιο και τη μεσαία τάξη, η ίδια η σύσταση αυτού του κινήματος προτείνει μια ατελή συνείδηση μιας νέας ανταγωνιστικής συλλογικότητας. Προχωρώντας πέρα από τις άμεσες συνδέσεις που σχηματίζονται από αυτές τις δράσεις, τις συνδέσεις που εξακολουθούν να διακινδυνεύουν να διαιρέσουν τους οφειλέτες σε καλούς ή κακούς οφειλέτες, θα απαιτήσουμε μια κριτική σύσταση αυτής της συλλογικότητας.

Το σημείο εκκίνησης για την πολιτική του χρέους είναι η τρέχουσα κρίση, μια κρίση που υπονομεύει το μεγαλύτερο μέρος της συμβατικής σοφίας του εικοστού αιώνα, μία σοφία που ισχυρίστηκε ότι η καταναλωτική κοινωνία θα προλάβει οποιαδήποτε επανάσταση στις αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες. To xρέος, ειδικά το στεγαστικό, που τουλάχιστον στις ΗΠΑ κατασκευάστηκε γύρω από το ιδανικό του έθνους των ιδιοκτητών σπιτιού και των αποφοίτων κολεγίων, ήταν αρχικά άτομα που θα επένδυαν, τόσο ψυχικά όσο και οικονομικά στην υπάρχουσα τάξη πραγμάτων. Το χρέος εργάζεται για να αποκρύψει τη συρρίκνωση των μισθών και τη μείωση της υποστήριξης της ιδιωτικής εκπαίδευσης με την αναβολή της ημερομηνίας λήξης στο μέλλον. Τώρα, έχει αρχίσει να δημιουργεί το αντίθετό του, μια μαζική κατάσταση πολύ πιο επισφαλή από τη μισθωτή εργασία. Το χρέος επηρεάζει όχι μόνο τις συνθήκες εργασίας, ή τη δυνατότητα εύρεσης εργασίας, αλλά και της διαβίωσης, του καταφυγίου, και, τελικά, ειδικά στην περίπτωση των φοιτητικών δανείων, τη δυνατότητα οποιουδήποτε μέλλοντος.

Σε αυτό το αβέβαιο μέλλον είναι δυνατόν να διαβλέψουμε δύο άλλα πράγματα, τα οποία λειτουργούν ως βάση για μια πολιτική του χρέους. Πρώτα, ότι το χρέος δεν είναι μόνο ένας τρόπος που παρέχει ένα σπίτι, μια εκπαίδευση, ένα αυτοκίνητο, χωρίς μετρητά, αλλά είναι η εκμετάλλευση των διαφόρων αυτών αναγκών, ένας τρόπος για να πραγματοποιήσει κέρδη από όλες τις σφαίρες της ζωής και όλες τις σχέσεις. Δεύτερον, το χρέος εκθέτει την ιδέα ενός ουδέτερου κράτους, που αντιμετωπίζει τα ανταγωνιστικά συμφέροντα: δεν είναι μόνο που το κράτος είναι στην πλευρά των πιστωτών, που μέσω της εγγύησης των δανείων και της διακόσμηση των μισθών, κάνει πολύ δυνατή την ύπαρξή τους. Έτσι, είναι δυνατό να υποστηριχθεί ότι όσο περικόπτεται το χρέος εγκάρσια στις διάφορες υπερατομικότητες των πολιτών, των φοιτητών, των εργαζομένων, υπονομεύει δύο από τις εξατομικεύσεις που έχουν προλάβει την πολιτική δράση: τον καταναλωτή, που κατευνάζεται πολύ από τη μαζική αγορά επιθυμιών για να δράσει πολιτικά , και τον πολίτη, που εμπλέκεται στις μυθοπλασίες της ουδετερότητας και της ισότητας ενώπιον του νόμου. Έτσι, ενώ είναι αλήθεια ότι είναι δύσκολο να αρθρωθεί μία συλλογικότητα του χρέους, μια δυσκολία που κατέστη δυνατή από την αφαίρεση του, ίσως το κατάλοιπο του παρελθόντος έχει περάσει μακριά. Το μόνο που απομένει είναι το πιο επίμονο και δύσκολο κατάλοιπο για την απαλλαγή, από το υπεύθυνο και απομονωμένο υποκείμενο. Το έργο της σύστασης μίας συλλογικής άρνησης θα είναι δύσκολο, διασχίζοντας τη γραμμή μεταξύ των αφαιρέσεων του χρέους και της συγκεκριμένης καταστολής του κράτους, αλλά ένα πράγμα είναι σαφές: η ηθική του χρέους, με τις ιδέες της ατομικής ευθύνης για μια συλλογική κατάσταση, πρέπει να απορριφθεί με κάθε κόστος.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

[1] Ο Horatio Alger (13 του Γενάρη 1832 – 18 Ιουλίου 1899) ήταν ένας παραγωγικός Αμερικανός συγγραφέας του 19ου αιώνα, γνωστός για τα πολλά στερεότυπα νεανικά μυθιστορήματά του για φτωχά παιδιά και την άνοδο τους από την ταπεινή καταγωγή τους στη ζωή και την ασφάλεια και την άνεση της μεσαίας τάξης με σκληρή δουλειά, αποφασιστικότητα, θάρρος και ειλικρίνεια. Τα κείμενά του έχουν χαρακτηριστεί ως αφήγηση από τα “κουρέλια στα πλούτη” (rags to riches), που είχαν μια διαμορφωτική επίδραση στην Αμερική κατά τη διάρκεια της μετεμφυλιακής εποχής (Gilded Age). (Βλέπε Wikipedia )

[2] βλέπε σελ 188-9 κεφάλαιο τέταρτο, στο Κεφάλαιο. τομ 1 του Κάρολου Μάρξ, εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή. “Η σφαίρα της κυκλοφορίας ή της ανταλλαγής εμπορευμάτων, που μέσα στα πλαίσια της κινείται η αγορά και η πούληση της εργατικής δύναμης, ήταν στην πραγματικότητα αληθινή Εδέμ των φυσικών δικαιωμάτων του ανθρώπου. Εδώ κυριαρχούν μόνο η ελευθερία, η ισότητα, η ιδιοχτησία και ο Μπένθαμ! Επειδή ο αγοραστής κι ο πωλητής ενός εμπορεύματος, λχ της εργατικής δύναμης, υποτάσσονται μόνο στην ελεύθερη θέληση τους. Συμβάλλονται σαν ελεύθερα, νομικώς ισότιμα πρόσωπα. Το συμβόλαιο είναι το τελικό αποτέλεσμα, στο οποίο οι θελήσεις τους βρίσκουν μία κοινή νομική έκφραση. Ισότητα! Επειδή σχετίζονται μεταξύ τους μόνο σαν κάτοχοι εμπορευμάτων και ανταλλάσσουν ισοδύναμο με ισοδύναμο. Ιδιοκτησία! Επειδή ο καθένας εξουσιάζει μόνο αυτό που είναι δικό του. Μπένθαμ! Επειδή ο καθένας νοιάζεται μόνο για τον εαυτό του. …”

Μετάφραση-Επιμέλεια: Θοδωρής Σάρας

Πρωτότυπο κείμενο: Unemployed Negativity

Τρίτη 20 Νοεμβρίου 2012

Εμείς δεν υπογράψαμε ποτέ τη Βάρκιζα

της Μαρίας Γερογιάννη

«Τώρα που μάθαμε ποιοι είστε θα σας θάψουμε βαθιά στο χώμα σαν τους παππούδες σας στον εμφύλιο». Η φράση ανήκει σε μισθοφόρο της δημοκρατίας το σωτήριον έτος 2012 και απευθύνεται σε βασανισθέντες αντιφασίστες και αντιφασίστριες που συνελήφθησαν στις 30 Σεπτεμβρίου στη μηχανοκίνητη αντιφασιστική πορεία-περιπολία σε γειτονιές της Αθήνας.

Τα γεγονότα που εκτυλίσσονται αυτό το διάστημα δεν αφήνουν περιθώρια για άλλες ψευδαισθήσεις. Για να προστατέψουν τους φασίστες, συμμορίες ΔΙΑΣ και ΔΕΛΤΑ επιτίθενται την πορεία, χτυπάνε κόσμο και συλλαμβάνουν στο σωρό. Στη ΓΑΔΑ βασανίζουν δεμένους πισθάγκωνα τους αιχμαλώτους του νέου εμφυλίου. Τους ταλαιπωρούν και τους σέρνουν στον εισαγγελέα. Εκεί
(ξανα)επιτίθενται σε αλληλέγγυους, νέες συλλήψεις, νέοι εξευτελισμοί κρατουμένων. ¨Όταν επιτέλους φτάνουν στον ανακριτή, καινούργια επίθεση από τους πραίτορες, αυτή τη φορά δεν γλυτώνουν ούτε συγγενείς κρατουμένων.

Την ίδια ώρα, η φαιορόζ κυβέρνηση μαριονέτα ξεκαθαρίζει ότι ο νόμος και η τάξη θα επιβληθεί (όχι, ακόμη δεν είπαν κάτι για γύψο προκειμένου να αναρρώσει η πατρίς). Για του λόγου το αληθές, τσακίζουν τους απλήρωτους εργάτες του Σκαραμαγκά, ενώ οι δυνάμεις της τάξης επιτίθενται και κατά αγροτών στην Κρήτη.
Πάνω από όλα πρέπει να επιβληθεί η τάξη, οι υπήκοοι θα το εμπεδώσουν με το καλό ή με το ζόρι. Το αυγό του φιδιού που τόσα χρόνια εκκολάφτηκε στην αγκαλιά του συστήματος έχει σκάσει και η μπόχα μολύνει τον αέρα που αναπνέουμε.

Το σαπιοκάραβο βουλιάζει

Όταν το καράβι βουλιάζει τα ποντίκια βγαίνουν από τις τρύπες τους και κάνουν ό,τι μπορούν για να σωθούν· έτσι ακριβώς συμπεριφέρονται και τα τρωκτικά που φωλιάζουν χρόνια τώρα στο σαπιοκάραβο της δημοκρατίας τους.

Οι τζάμπα μάγκες της Χρυσής Αυγής δεν έπεσαν από τον συννεφιασμένο ουρανό της καπιταλιστικής κρίσης, υπήρχαν πάντοτε δίπλα μας, πίσω μας, γύρω μας.
Είναι αυτοί που τα Μέσα Μαζικής Εξαπάτησης αποκαλούν «μέσο πολίτη» και οι απατεώνες πολιτικάντηδες «κοινή γνώμη». Πρόκειται για τα ανθρωπάκια που στηνόντουσαν στις ουρές έξω από πολιτικά γραφεία κι έγλυφαν για μια θέση στο βόθρο των κρατικών υπηρεσιών ή έστω μια αργομισθία στο δημόσιο.
Είναι ο ρουφιάνος συνάδελφος στη δουλειά, ο απεργοσπάστης και ο άνθρωπος του αφεντικού.

Ο φασισμός στην πραγματικότητα δεν εξέλειπε ποτέ από αυτό τον τόπο. Τα παιδιά και τα εγγόνια των ταγματασφαλιτών παρέμεναν κρυμμένα στις τρύπες των θεσμικών κομμάτων και περίμεναν την ώρα που θα συνεχίσουν το έργο των δοσίλογων προγόνων τους.

Τώρα λοιπόν είναι η ώρα. Η σιδηρόφρακτη δημοκρατία έφτασε στα όριά της, η κρίση του συστήματος διέλυσε και τα τελευταία προσχήματα και σάρωσε το δήθεν κοινωνικό προφίλ του καθεστώτος.

Αυτή η ώρα είναι η πιο κατάλληλη για να δράσει όλος αυτός ο εσμός των εχθρών του ανθρώπινου γένους, και μάλιστα, συνεπικουρούμενος από τους ένστολους ομοίους τους. Μέσα σε ελάχιστο χρονικό διάστημα το σκηνικό στήθηκε. Τα ΜΜΕ έφτιαξαν το προφίλ και διαμόρφωσαν το περιβάλλον για να δράσουν οι σύγχρονοι γερμανοτσολιάδες.

Ο εσωτερικός εχθρός είναι ο μετανάστης, ο αντιεξουσιαστής, ο τρομοκράτης που απειλεί το σύστημα, ο εργάτης που δεν υποτάσσεται, όποιος γενικά αντιστέκεται.
Ο εφιάλτης της ανεργίας χρησιμοποιήθηκε για να αφανιστεί και το τελευταίο ίχνος ανθρωπιάς του περίφημου μέσου πολίτη.

«Τις δουλειές τις παίρνουν οι ξένοι, τις φάμπρικες και τις επιχειρήσεις τις κλείνουν οι απεργοί, για την κακοδαιμονία της αγοράς φταίνε οι διαδηλωτές». Οι τηλεορασόπληκτοι ψηφοφόροι-νοικοκυραίοι, έτοιμοι ήδη από καιρό, κατάπιαν τη φόλα. Κάπως έτσι η σαπίλα του πολιτικού κατεστημένου εμπλουτίστηκε με εκπροσώπους της Χ.Α., ενώ την ίδια ώρα πλήθαιναν απελπιστικά οι κομπλεξικοί οπαδοί της στον κατασταλτικό μηχανισμό (είναι κοινό μυστικό ότι ανεγκέφαλα φασιστοειδή υπηρετούν στα ΜΑΤ και τις ομάδες ΔΙΑΣ και ΔΕΛΤΑ).

Το φάντασμα των χιτλερικών δεν ξορκίζεται με ευχές

Το μαύρο σκηνικό εξυπηρετεί μια χαρά τα σχέδια και τις επιδιώξεις του πολιτικού και οικονομικού κατεστημένου. Με τη δράση των φασιστών που περιλαμβάνει από «κοινωνικό έργο» με κρατική επιδότηση ή πόρους από πώληση ναρκωτικών και προστασία μαγαζιών, μέχρι δολοφονικές επιθέσεις κατά μεταναστών να συμβάλλει στην εξάπλωση του φόβου και την τόνωση της υπερηφάνειας του πολίτη- καταναλωτή που έμεινε ταπί και καταχρεωμένος, χωρίς ρόλο και κοινωνική αποδοχή.

Σφιχτά δεμένη στα γρανάζια του συστήματος, η καθεστωτική αριστερά αντιμετωπίζει χλιαρά την αναβίωση του ναζισμού με ευχολόγια, ή ακόμη χειρότερα, υιοθετεί τη θεωρία των «δύο άκρων» όπως πρόσφατα ανέφερε σε ανακοίνωσή του το ΚΚΕ που προσπαθεί να μην πτωχεύσει ολοσχερώς ως επιχείρηση.

Η άλλη αριστερά, θαμπωμένη από την άνοδο των ποσοστών της, ετοιμάζεται να εισέλθει στην κόλαση της εξουσίας, ενώ τα διάφορα αριστερά μορφώματα δίνουν μάχη για μια θέση στον ήλιο του κοινοβουλίου λες και γύρω μας δεν συμβαίνει τίποτα.

Ωστόσο, η λίστα των θηραμάτων των ανθρωποκυνηγών ναζί σύντομα θα εμπλουτιστεί κι εκτός από μετανάστες, θα συμπεριλάβει όποιον είναι διαφορετικός από το πρότυπο του μάτσο ελληναρά που υπερήφανος για τη δράση του μπαμπάκα ή του παππούλη του στα τάγματα ασφαλείας, παλεύει σήμερα για «το καλό της Ελλάδας και των ελλήνων» αυστηρά.

Το φάντασμα του ναζισμού δεν ξορκίζεται με προσευχές και ακίνδυνους αφορισμούς. Τσακίζεται στους δρόμους. Όσο κι αν τους προστατεύει η πολιτική εξουσία, δεν είναι άτρωτοι. Αντιφασιστικές περιπολίες, συλλογή στοιχείων για τους υπάνθρωπους και τη δράση τους, αλληλεγγύη και στήσιμο δικών μας δομών, είναι ο μόνος τρόπος για την αντιμετώπιση της νεκρανάστασης των χιτλερικών αποβρασμάτων. Ο αντιφασιστικός αγώνας είναι χρέος όλων μας. Το χρωστάμε στους πατεράδες μας, τους εαυτούς μας και τα παιδιά μας.

Εμείς, εξάλλου, δεν υπογράψαμε ποτέ τη Βάρκιζα, είμαστε τα παιδιά των αναρχοκομμουνιστών συμμοριτών του εμφυλίου.

Από το 9ο τεύχος της εργατικής εφημερίδας Δράση


ΟΛΟΙ/ΕΣ ΣΤΗΝ ΑΝΤΙΦΑΣΙΣΤΙΚΗ – ΑΝΤΙΚΑΤΑΣΤΑΛΤΙΚΗ ΠΟΡΕΙΑ
ΣΑΒΒΑΤΟ 24/11, 12:00, ΠΡΟΠΥΛΑΙΑ

Κυριακή 18 Νοεμβρίου 2012

Απλήρωτοι εργαζόμενοι της Interlingua: Αγώνας αξιοπρέπειας, αλληλεγγύης και ανατροπής

Ο αγώνας των καθηγητών της Interlingua συνεχίζεται

Την Τετάρτη 14/11, οι έξι καθηγητές και καθηγήτριες της Interlingua που βρισκόμαστε σε επίσχεση εργασίας διεκδικώντας τα δεδουλευμένα δύο ετών συναντηθήκαμε με τον πρόεδρο και διευθύνοντα σύμβουλο, κύριο Γιώργο Πετρίδη, ο οποίος ακόμα μία φορά, ακολουθώντας χωρίς ίχνος ντροπής την πάγια τακτική του, μας ανακοίνωσε ότι δεν έχει χρήματα και μας ζήτησε να κάνουμε υπομονή, χωρίς να δεσμευτεί πότε θα μας πληρώσει. Αμέσως μετά αποχώρησε. Στο πλευρό μας βρέθηκαν μέλη από το σωματείο καθηγητών ξένων γλωσσών «Βύρωνας», από την Ελευθεριακή Συνδικαλιστική Ένωση (ΕΣΕ), από το Σωματείο Ανέργων και Επισφαλώς Εργαζομένων (ΣΩΒΑ) και από τη μαχητική εφημερίδα «Δράση».

Εκείνη τη στιγμή γινόντουσαν μαθήματα και περίμεναν σπουδαστές για ενημέρωση. Στο πλαίσιο της τρίωρης στάσης εργασίας, τα μαθήματα διακόπηκαν με προτροπή δική μας και οι καθηγητές, που συνεχίζουν να εργάζονται εθελοντικά και υπό καθεστώς ομηρίας, αποχώρησαν. Οι δε σπουδαστές, στην πλειονότητά τους, έδειξαν τη συμπαράστασή τους και αποχώρησαν από το μάθημα.

Εργαζομένη από το διοικητικό προσωπικό η οποία, παρ’ όλο που βρίσκεται και η ίδια σε επίσχεση εργασίας, συνεχίζει να εργάζεται, υποκύπτοντας στους εκβιασμούς της εργοδοσίας ότι, για να πληρωθεί, πρέπει να βρίσκεται στο χώρο εργασίας και να κλείνει ραντεβού με «πελάτες» σπουδαστές, μας τόνιζε ότι το μόνο που την ενδιαφέρει είναι να πάρει τα χρήματά της και να λύσει τα δικά της προβλήματα. Το πρόβλημα όμως δεν είναι ατομικό˙ είναι κάτι που σήμερα αφορά όλους τους εργαζομένους, όταν οι εργατικές κατακτήσεις χρόνων καταπατώνται καθημερινά. Θεωρούμε λοιπόν ότι, αν θέλουμε εμείς, οι εργαζόμενοι, να πετύχουμε νίκες, θα πρέπει να βάλουμε κοινούς στόχους και να δράσουμε συλλογικά, γιατί μόνο έτσι θα αποκτήσουμε δύναμη και θα γκρεμίσουμε τους τοίχους που έχουν υψώσει τα αφεντικά, για να διατηρούν τα προνόμιά τους και τα κέρδη τους

Ο Αντνάν Σεχάντε, μέλος του ΔΣ του ομίλου Interlingua, καθηγητής στα ΤΕΙ, και σύμφωνα με τις δηλώσεις του καθηγητής εταιρείας φροντιστηριακών μαθημάτων, η οποία συστεγάζεται με την Interlingua χρησιμοποιώντας τις ίδιες αίθουσες όπου γίνονται τα μαθήματα ξένων γλωσσών, κάλεσε την αστυνομία για εκφοβισμό. Ο κύριος Σεχάντε είχε ήδη επιτεθεί σε εργαζομένη σπρώχνοντάς την βίαια, γεγονός που καταγράφηκε από τον αστυνομικό που έφτασε στο χώρο. Όταν άκουσε ότι μπορεί να γίνει μήνυση εις βάρος του και να πάει αυτόφωρο, ο κος Σεχάντε άλλαξε αμέσως προσωπείο και στάση λέγοντας σε εργαζόμενο ότι πιέζει και θα συνεχίσει να πιέζει τον πρόεδρο και διευθύνοντα σύμβουλο, Γιώργο Πετρίδη, να μας πληρώσει αμέσως.

Επειδή δε θέλουμε να είμαστε επαίτες των δεδουλευμένων μας, η στάση μας θα είναι αδιάλλακτη και μαχητική. Θα μας βρίσκουν καθημερινά απέναντί τους, καθώς η εργοδοσία της Interlingua πρέπει να καταλάβει ότι τα εκπαιδευτικά προγράμματα που παρουσιάζει στους «πελάτες» σπουδαστές και στους επιχειρηματίες, προκειμένου να ανοίξουν παραρτήματα με το σύστημα «franchise», τα έχουμε φτιάξει εμείς, οι καθηγητές, αφιλοκερδώς.

Αρνούμαστε να δουλεύουμε εθελοντικά, για να κερδίζουν τα αφεντικά.

Αρνούμαστε να συμμετάσχουμε στο σχέδιό τους ότι, αν θέλουμε δουλειά, πρέπει να υποταχθούμε στους όρους και τους εκβιασμούς τους.

Αρνούμαστε να γίνουμε έρμαια των αποφάσεών τους για εμάς, χωρίς εμάς.

Αρνούμαστε να είμαστε δούλοι και να ζήσουμε στο μεσαιωνικό καθεστώς που μας έχουν επιβάλει.

Καλούμε όλους τους εργαζόμενους της Interlingua σε αγώνα αξιοπρέπειας, αλληλεγγύης και ανατροπής.

Στείλτε μήνυμα διαμαρτυρίας στο email της σχολής: ilgroup@otenet.gr

Επισκεφτείτε το ιστολόγιό μας στη διεύθυνση: http://sixinterlinguateachers.blogspot.gr

Παρασκευή 16 Νοεμβρίου 2012

Κάλεσμα της εργατικής εφημερίδας Δράση για την επέτειο της εξέγερσης του Πολυτεχνείου - Ούτε βήμα πίσω!

Το Ψωμί-Παιδεία-Ελευθερία που ακουγόταν κατά τη διάρκεια της εξέγερσης του Πολυτεχνείου πριν από 40 σχεδόν χρόνια, επικαιροποιήθηκε στις συγκεντρώσεις των πλατειών πέρυσι, με τη γενικευμένη παραδοχή ότι η χούντα δεν τελείωσε με την πτώση της στρατιωτικής δικτατορίας.

Η φετινή επέτειος του Πολυτεχνείου μάς βρίσκει απέναντι σε μια ακόμη μεγαλύτερη συρρίκνωση των δικαιωμάτων μας, σε ένα ακόμη πιο εξοντωτικό και εχθρικό πλαίσιο συνθηκών εργασίας (γενικευμένη επισφάλεια, ανεργία, εργαζόμενοι φτωχοί), σε μια ακόμη μεγαλύτερη επίθεση της εξουσίας στην κοινωνία. Μεγάλα κομμάτια της κοινωνίας φτωχοποιούνται και περιθωριοποιούνται ραγδαία, είτε αυτό οφείλεται στα νέα μέτρα και όσα αυτά προβλέπουν, είτε στην προσπάθεια καταστολής των κινητοποιήσεων και των κοινωνικών αγώνων, είτε αφορά στην στοχοποίηση συγκεκριμένων κοινωνικών ομάδων, όπως οι μετανάστες, οι οποίες ακόμη και στην εποχή της «ευμάρειας» αντιμετωπίζονταν ως μη πολίτες, χωρίς ουσιαστικές παροχές και υπό συνεχή ανασφάλεια.

Η μεταπολίτευση, που σήμερα πνέει τα λοίσθια, λειτούργησε περισσότερο ως απορροφητήρας των κοινωνικών κραδασμών και της επιθυμίας για ελευθερία και κοινωνική δικαιοσύνη. Αποχαυνωμένα μέσα στις υποσχέσεις για διαρκή ευημερία και στο θέαμα της «δημοκρατίας», μεγάλα τμήματα του πληθυσμού αποσύρθηκαν στην ιδιώτευση, εγκαταλείποντας και αδιαφορώντας για τον δημόσιο χώρο, αφήνοντάς τον έρμαιο στο αδηφάγο οικονομικό και πολιτικό σύστημα. Ο ατομισμός και το "βόλεμα" έγιναν οι κύριες επιδιώξεις ενός μεγάλου μέρους του λαού, το οποίο εξαργύρωσε τους αγώνες του για δημοκρατία με την ψευδαίσθηση της κοινωνικής ομαλότητας και του εύκολου πλουτισμού.

Σε αυτό το αποσαθρωμένο και καταρρέον σκηνικό, το έδαφος μοιάζει εύφορο για τη διάδοση νεοναζιστικών ιδεών, οι οποίες πατώντας στον γενικευμένο φόβο, επιδιώκουν να εδραιώσουν τον μισανθρωπισμό, μιλώντας για εσωτερικό εχθρό, για εχθρούς του έθνους και προδότες. Τα επαναλαμβανόμενα μιντιακά χάπενινγκ, ο παραλογισμός, τα «φιλανθρωπικά» δολώματα και η συνωμοσιολογία επιστρατεύονται για άλλη μια φορά για να διαλύσουν την ήδη ευαίσθητη κοινωνική συνοχή και να διοχετεύσουν την κοινωνική οργή τώρα ενάντια στους μετανάστες και στους ομοφυλόφιλους, και αύριο εναντίον όλων. Το πολιτικό κατεστημένο υιοθετεί τη ρατσιστική ατζέντα, διώκει με μίσος αγωνιστές και αγωνίστριες και προστατεύει βασανιστές και ναζιστές. Οι εχθροί της ελευθερίας εναλλάσσουν ρόλους και ανταγωνίζονται στην παραγωγή του ρατσιστικού δηλητηρίου.

Σήμερα, περισσότερο ίσως από κάθε άλλη φορά, η πορεία του Πολυτεχνείου δεν μπορεί να είναι μια επετειακή διαδρομή-παρέλαση.

Σήμερα κάνουμε πορεία ενάντια στην καπιταλιστική βαρβαρότητα, ενάντια στον εκφασισμό της κοινωνίας, ενάντια στην εδραίωση του φόβου και την καλλιέργεια από τους μηχανισμούς του συστήματος της απάθειας και της υποταγής.

Κάνουμε πορεία γιατί οι δρόμοι ανήκουν σε όλους, ανεξαρτήτου φυλής, φύλου, σεξουαλικής και θρησκευτικής κατεύθυνσης.

Διαδηλώνουμε γιατί δημιουργούμε στο τώρα και υπερασπιζόμαστε τις δομές αλληλεγγύης, συνεργατικής δημιουργίας, ισοτιμίας και άμεσης δημοκρατίας.

Πάνω στο πτώμα της μεταπολίτευσης, θα πιάσουμε το νήμα από εκεί που το άφησαν οι εξεγερμένοι και εξεγερμένες του Νοέμβρη τότε, του Δεκέμβρη πριν λίγα χρόνια, των πλατειών πέρυσι, και θα συνεχίσουμε.

Κάτω το καθεστώς της κοινωνικής λεηλασίας

Καμιά ανοχή στις φασιστικές και ρατσιστικές επιθέσεις

Κοινωνική αυτοδιεύθυνση - Αυτοδιαχείριση της παραγωγής


Όλοι/ες στην πορεία του Πολυτεχνείου, Σάββατο 17/11, 14:00, πλατεία Κλαυθμώνος


εργατική εφημερίδα Δράση

Τετάρτη 14 Νοεμβρίου 2012

Interventionistische Linke και συμμαχία …ums Ganze! για την γενική απεργία στη Νότια Ευρώπη - Ένα καλό τέλος για το 2012, ένας λόγος για χαρά σε σκοτεινούς καιρούς

Στις 14 Νοεμβρίου προχωράνε η Ισπανία, Πορτογαλία, Κύπρος και Μάλτα προς γενική απεργία, Ελλάδα και Ιταλία θα ακολουθήσουνε. Αυτή η διακρατική δράση στην Νότια Ευρώπη προσπαθεί να ξεπεράσει μια αδυναμία των προηγούμενων αγώνων: ο διαχωρισμός μεταξύ τους. Χαιρόμαστε ότι τα κινήματα, η πολλαπλότητα των μεμονομένων, των απαλλοτριωμένων και αγανακτισμένων στον Νότο της Ευρώπης θέλουν να πάνε ένα βήμα παραπέρα. Αν και ακόμη δεν προσφέρουμε σε αυτό αρκετά: Δηλώνουμε την αλληλεγγύη μας με την πρώτη διακρατική γενική απεργία της Ευρώπης! Μαζί ενάντια στην Τρόικα και ΕΚΤ, ενάντια στην σωβινιστική εντολή της Ε.Ε. και των γερμανών πελατών και δικαιούχων! Ενάντια στο αντιδραστικό φάντασμα των εθνικών ιδιαιτεροτήτων και την ρατσιστική διαστρέβλωση του κοινού!

Από αυτό το καλοκαίρι ισχύει: Όταν ταξιδεύει επίσημο προσωπικό της Γερμανίας προς τις πρωτεύουσες του Νότου, είναι πάντα ένα ταξίδι προς μια κατάσταση εξαίρεσης. Στην Αθήνα χρειάστηκε η (παρα)μιλιταριστική κατάληψη ολόκληρων συνοικιών και δρόμων. Η αγανάκτηση και η περιφρόνηση των ανθρώπων είναι τόσο μαχητικές ώστε για να διασφαληστεί η “ομαλότητα” έπρεπε να αποφευχθεί κάθε άμεση επαφή. Από την άλλη, αυτή τη στιγμή ακόμα, οι πόλεις στην Γερμανία για την συνοδεία του κεφαλαίου αποτελούν ακόμα σίγουρα λημέρια, αν εξαιρέσουμε μικρές διακοπές. Την άνοιξη του 2012 οι ευρωπαικές ημέρες δράσεις Μ31 και Blockupy Frankfurt τουλάχιστον ακύρωσαν για λίγο τοπικά την εσωτερική ειρήνη και ενεργοποίησαν την υστερία του καθεστώτος ασφάλειας. Επί τέσσερες μέρες η πόλη της ΕΚΤ βρισκόταν υπό κατάληψη από τις δυνάμεις καταστολής – μια πρώτη ένδειξη ελληνικών συνθηκών στον ποταμό Μάιν. Και για αυτό τον λόγο χαιρόμαστε για τις απεργίες του Νοέμβρη.

Για την ριζοσπαστική αριστερά στην Γερμανία πρέπει να σημαίνει να ξεπεραστεί η υπολογισιμότητα της κρατικής φλυαρίας κρίσης και να πραγματοποίησουμε και εδώ ευρωπαικές διαδηλώσεις ενάντια στην κρίση. Δεν είναι και μικρός στόχος. Για αυτό πρέπει να αφήσουμε να συνδεθούν η μια πρωτοβουλία με την άλλη. Αυτή η αμοιβαιότητα στην διαφορά δημιουργεί κίνηση, η οποία δίνει θάρρος και ανοίγει προοπτικές.

Με πολλούς άλλους ανθρώπους της ριζοσπαστικής αριστεράς η συμμαχία …ums Ganze! και η Interventionistische Linke οδήγησαν τις διαδηλώσεις της Φρανκφούρτης σε επιτυχία. Τα ξεκάθαρα σύνορα των κινητοποιήσεων ήταν και τα δικά μας. Ότι όμως δεν αρκούσαν να φέρουν και εδώ την απεργία, οφείλεται μονάχα εν μέρη μας. Αν το κίνημα δεν καταφέρει να διασπάσει τον συνδικαλιστικό και κοινωνικό τοπικό κορπορατισμό, η αλληλεγγύη μας με τους αγώνες στην Νότια Ευρώπη δεν θα ξεπεράσει τις περιορισμένες και συμβολικές δράσεις.

Ας προσπαθήσουμε να βαδήσουμε ένα βήμα παραπέρα. Αλληλεγγύη με τις εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπους στην Αθήνα, Μαδρίτη, Λισαβoνα και Ρώμη, που προσπαθούν να εξαπλώσουν την απεργία στις πόλεις: να συνδεθεί η αντίσταση απέναντι στην απολλοτρίωση στην εργασία με την αντίσταση ενάντια στην καπιταλιστική αξιοποίηση, να ξεπεραστεί η τρέλα της καθημερινότητας. Τα κινήματα στον Νότο μάθανε, εμείς μαθαίνουμε, επι τόπου και στην διεθνή διασύνδεση των αγώνων. Παρεμβαίνουμε, επειδή στοχεύουμε το όλο σύστημα.

Εμείς οι ίδιοι θα κάνουμε, ότι προτείνουμε και σε άλλους: Μετατροπή διακρατική αλληλεγγύης σε αντικαπιταλιστική πράξη. Οι συνελεύσεις στη Θεσσαλονίκη και Μαδρίτη ήταν μια αρχή, και άλλες θα ακολουθήσουν. Ας αποκλείσουμε του χώρους της Ευρώπης του κεφαλαίου, ας ξεπεράσουμε την κατάσταση εξαίρεσης του όπως και τη κανονικότητα του. Με την μαζική απεργία στις 14 και 16 Νοεμβρίου ανοιγεί ένας ορίζοντας, μέσα στον οποίο αξίζει να μαχόμαστε. Για μας δεν είναι ακόμα σίγουρο αν το 2014 θα ανοίξει στην Φρανκφρούρτη το νέο κτίριο της ΕΚΤ.

ums Ganze! – (ελευθεριακή) κομμουνιστική συμμαχία και Interventionistische Linke, Νοέμβριος 2012

Δευτέρα 12 Νοεμβρίου 2012

Η βίαιη καταδίκη της βίας


του Αντώνη Αγγελή

Οι απεργίες, οι διαδηλώσεις, οι καταλήψεις, οι συγκρούσεις με την αστυνομία, οι συμπλοκές με τα ΜΑΤ, το σπάσιμο και το κάψιμο τραπεζών, διοικητικών κτηρίων και καταστημάτων άρχισαν να εντείνονται και θα κλιμακωθούν ακόμη περισσότερο τώρα, μετά την ψήφιση του 3ου μνημονίου και εν όψει του Δεκέμβρη. Μαζί μ’ αυτά βέβαια θα αναπτυχθούν και πάλι οι ρητορικές που θα καταδικάζουν τη βία απ’ όπου κι αν προέρχεται. Οι πολιτικοί θα παρελάσουν στα τηλεοπτικά παράθυρα, οι στήλες των εφημερίδων και τα διάφορα μπλογκς θα ξεχειλίσουν από άρθρα και όλοι και όλα θα πρεσβεύουν ευθαρσώς «καταδικάζουμε τη βία απ’ όπου κι αν προέρχεται». Το εύλογο ερώτημα όμως, το οποίο δημιουργείται και το οποίο θα παραμείνει αναπάντητο, είναι κι από πού προέρχεται η βία;

Δε νομίζω βέβαια να θεωρεί κανείς απάντηση την ίδια την τοποθέτηση-δήλωση-καταδίκη, που παρότι μπορεί να εκφράζει περισσότερους ή λιγότερους από τους πολίτες, δεν παύει να είναι εξαιρετικά αφοριστική. Κάτω από τέτοιους αφορισμούς κρύβονται και καλλιεργούνται τραγικές γενικεύσεις, που αποσπούν βίαια τη λειτουργικότητα των εννοιών, οι οποίες θα μπορούσαν να αποτελέσουν βασικά εργαλεία προσέγγισης, ανάλυσης, αναθεώρησης και ερμηνείας της κοινωνικό-πολιτικής πραγματικότητας. Η ρητορική λοιπόν, που καταδικάζει τη βία απ’ όπου κι αν προέρχεται, είναι η ίδια βίαιη και γίνεται ακόμα βιαιότερη, όταν λαμβάνει τη μορφή συνθήματος και επαναλαμβάνεται συστηματικά από τους θιασώτες του νεοφιλελεύθερου καπιταλιστικού κράτους.

Ωστόσο, θα μπορούσε εδώ κανείς να υποστηρίξει, πως η βία των ρητορικών, των αφορισμών και των γενικεύσεων εντάσσεται περισσότερο μέσα σ’ ένα πλαίσιο θεωρητικής και εννοιολογικής ερμηνείας, σε ένα πλαίσιο φιλοσοφικού, κοινωνιολογικού και γλωσσολογικού στοχασμού, παρά άπτονται της κοινωνικής πραγματικότητας, της βιούμενης-υλικής πραγματικότητας, και πως η βία των αναρχικών, των αριστερών, των διαδηλωτών, των φασιστών, είναι πραγματικότητα χειροπιαστή, ενώ η βία των ρητορικών αφηρημένη και ακαθόριστη. Εδώ ακριβώς βρίσκεται το πρόβλημα, σ’ αυτή τη σύγχυση. Πράγματι, δε μπορώ να συγκρίνω τη μία βία με την άλλη. Αν όμως καταλήγω στο ότι δε μπορώ να τις συγκρίνω, αυτό δείχνει ότι έχω καταλήξει στο εν λόγω πόρισμα έπειτα από μία προσπάθεια σύγκρισης, έχω εντοπίσει τις διαφορές και έχω προβεί σε μια διάκριση, σε μια τέτοια διάκριση που μου απαγορεύει να συνοψίσω, ή αν θέλετε καλύτερα να μπουζουριάσω κάτω από τον όρο βία κάθε έκφρασή της. Επίσης, για να οδηγηθώ σε μια τέτοια διάκριση, χρειάστηκε να στηριχτώ σε μια νοητική διεργασία, η οποία για να λειτουργήσει χρησιμοποιεί αφηρημένες έννοιες που καθιστούν αντιληπτή και νοηματοδοτούν την πραγματικότητά μου. Αυτή η αναγκαία διάκριση, που προϋποθέτει την κρίση, είναι που απουσιάζει από τη βίαιη, αφοριστική, γενίκευση της ρητορικής-συνθηματολογίας «καταδικάζω τη βία απ’ όπου κι αν προέρχεται».

Το ζήτημα όμως δεν είναι η περισσότερο ή λιγότερο αφηρημένη ή συγκεκριμένη θεώρηση της βίας, αλλά το κατά πόσο το αφηρημένο επηρεάζει το συγκεκριμένο και επηρεάζεται απ’ αυτό. Οι κυρίαρχοι ηγεμονικοί λόγοι και οι ρητορικές βρίσκονται σε μια μόνιμη αλληλόδραση με την πραγματικότητα. Κατοπτρίζουν ιδεολογίες, διαρθρώνουν πεποιθήσεις, αναπαράγουν αντιλήψεις, αναπαριστούν την κοινωνική πραγματικότητα, αλλά εξίσου κατοπτρίζονται από ιδεολογίες, διαρθρώνονται από πεποιθήσεις, αναπαράγονται από αντιλήψεις και αναπαρίστανται από την πραγματικότητα. Οι λόγοι και οι ρητορικές έχουν λοιπόν τη δύναμη να σχηματίσουν και να σχηματιστούν από την κοινωνική πραγματικότητα. Για παράδειγμα, πριν λίγους μήνες, με αφορμή τις ρατσιστικές επιθέσεις της φασιστικής συμμορίας της Χρυσής Αυγής σε μετανάστες, ζητήθηκε από τους βουλευτές όλων των κομμάτων να ψηφίσουν κατά της βίας, της βίας αδιάκριτα, της όποιας βίας. Τα αριστερά κόμματα (εξαιρώ τη ΔΗΜ.ΑΡ., ακόμη κι αν δεν ψήφισε, γιατί μιλώ για συνεπή Αριστερά) δεν ψήφισαν και η αντίδραση ήταν άμεση, «δηλαδή η αριστερά στηρίζει τη βία;». Όχι, αντίθετα, όσοι ήταν πρόθυμοι να ψηφίσουν στήριζαν και στηρίζουν τη βία. Αυτήν την ψήφο καταδίκης της βίας, σύσσωμη η αριστερά θα την έδινε, αν ήταν ξεκάθαρο για ποια βία επρόκειτο και συγκεκριμένα τη ρατσιστική-φασιστική βία. Ωστόσο, αν δεν κάνω λάθος, δεν υπήρξε διευκρίνιση, ούτε επιχειρήθηκε ξανά το εν λόγω ψήφισμα τροποποιημένο. Αν πραγματικά ήθελαν την καταδίκη αυτής της βίας, γιατί δεν προέβησαν ποτέ σε κάτι τέτοιο; Αυτό το γιατί αλλά και όλη η διαδικασία από την αρχή μέχρι το τέλος, αν δεν ήταν απλά ένα πολιτικό παιχνίδι, ήταν η αισχρή πραγμάτωση μιας ρητορικής και ενός λόγου που εξισώνει κάθε μορφή αντίδρασης, ανεξαρτήτως κινήτρων και σκοπών, κάτω από το γενικευτικό όρο βία.

Το τραγικότερο βέβαια είναι ότι αυτή η εξουσιαστική παραδοχή του δόγματος «καταδικάζω τη βία απ’ όπου κι αν προέρχεται» δεν πάει ποτέ μόνη της. Αντίθετα, συνοδεύεται πάντα από μια εξαίρεση: «μόνο το κράτος έχει δικαίωμα να ασκεί βία». Μέσα στα πλαίσια της νομιμοποιημένης αυτής κρατικής βίας δίνεται το περιθώριο στο κράτος, αξιοποιώντας την αφηρημένη βιαιότητα της αυθαιρεσίας και της αδιακρισίας, να χαρακτηρίσει εξίσου βίαιη μια διαδήλωση, μια απεργία, μια κατάληψη και να προβεί στην άμεση καταστολή της. Κάπως έτσι οι διεκδικήσεις για βασικά δικαιώματα και για αξιοπρέπεια εμφανίζονται να είναι παράνομες. Όχι; Αν είναι έτσι, τότε γιατί σε κάθε διαδήλωση, σε κάθε απεργιακό χώρο και κάθε κατάληψη υπάρχει αστυνομική δύναμη; Για να μη γίνουν έκτροπα; Σωστά, οι τακτικές της αστυνομίας το έχουν πιστοποιήσει αυτό πολλές φορές. Η παρουσία και μόνο της αστυνομίας αποδίδει a priori μια ταυτότητα στους διαδηλωτές, τους απεργούς, τους καταληψίες. Είναι όλοι δυνάμει ύποπτοι για διατάραξη της τάξης. Αυτή η τάξη, όμως, που προστατεύουν, παράγει κοινωνική ανισότητα, ταξικές διαφορές, ανεργία, φτώχεια, εξαθλίωση, αναξιοπρέπεια. Από τη στιγμή λοιπόν που το κράτος ως πολυδιάστατος συστημικός μηχανισμός διαμορφώνει τις προϋποθέσεις βίαιων εξάρσεων και κοινωνικών εντάσεων, καθίσταται πράγματι η εξαίρεση που υποθάλπει, καλλιεργεί, δυναμιτίζει και πυροδοτεί «τον κανόνα» της βίας.

Η επαίσχυντη ασυνειδησία, όσων υποστηρίζουν την καταδίκη κάθε βίαιης έκφρασης, οδηγεί σε μια εξίσωση της βίας, που εκ πρώτης μπορεί να μη φαίνεται τραγική, αλλά ουσιαστικά είναι και τραγική και πολύ επικίνδυνη. Στη σαθρή και υποτυπώδη σκέψη τους δεν υπάρχει δυνατότητα διάκρισης των εκκινήσεων και των σκοπών μιας βίαιης δράσης. Έτσι, το σπάσιμο μιας τράπεζας, μιας δημόσιας υπηρεσίας, ενός μεγάλου εμπορικού καταστήματος, η συμπλοκή με τις δυνάμεις καταστολής, κτλ, είναι γι’ αυτούς μια ενστικτώδης έκφραση οργής για το τίποτα. Αυτή η τυφλότητά τους, που εκκινεί από τη θεσμολάγνα συστημική χώνεψή τους, δεν τους επιτρέπει να δουν πως αυτά τα σύμβολα παράγουν και αναπαριστούν στο χώρο μια καλά εγγεγραμμένη συστημική βία, η οποία γεννά τις προϋποθέσεις για την αντιβία των εξεγερμένων. Κατά συνέπεια, με αυτή την άθλια συλλογιστική καταλήγουν να εξισώνουν, να ταυτίζουν τη δυναμική-βίαιη διεκδίκηση της αξιοπρέπειας με την αναξιοπρέπεια της ρατσιστικής-φασιστικής βίας. Με αυτόν τον τρόπο όμως, αποδίδουν την αίγλη της επαναστατικότητας σε φασιστικές πρακτικές και ενισχύουν πεποιθήσεις περί εθνικής απελευθέρωσης και άλλες εθνικιστικές αθλιότητες. Δεν είναι απίθανο λοιπόν στην αντίληψή τους ο Μπακούνιν να χαιρετά φασιστικά, ο Τσε να φορά τη σβάστικα για περιβραχιόνιο και ο Ντουρούτι να έχει τατουάζ των ss.

Ωστόσο, θεωρούν επίσης πως η βία γεννά τη βία. Για την ακρίβεια, η ανάγκη τους να καταδικάσουν αδιάκριτα κάθε βία, προκύπτει από αυτή την παραδοχή. Εδώ είναι που η ανοησία τους φτάνει στο ζενίθ. Αν καταδικάζουν τη βία απ’ όπου κι αν προέρχεται, επειδή η βία γεννά τη βία, διαταράσσει την κοινωνική αρμονία και καταλύει τη δημοκρατία, πώς γίνεται να υποστηρίζουν ότι πρέπει να υπάρχει μια κάποια μορφή βίας και συγκεκριμένα η κρατική; Πράγματι, είναι παράφρονες, αν υποστηρίζουν πως η κρατική βία είναι αναγκαία για τη διασφάλιση της κοινωνικής αρμονίας και της ασφάλειας των πολιτών και του πολιτεύματος. Αντίθετα, μου φαίνεται πιο λογικό, πως όσο υπάρχει κρατική-συστημική βία, η αντιβία, που θα προασπίζει τα δικαιώματά μας και την αξιοπρέπειά μας, θα είναι απαραίτητη. Από την άλλη, θεωρώ πιο λογικό «να τσακίσουμε τη βία, από κει που πραγματικά προέρχεται», ώστε να διαλύσουμε τις προϋποθέσεις, που αφήνουν να αναπτυχθούν αφοριστικές, γενικευτικές, βίαιες ρητορικές και λόγοι, να διαλύσουμε εν τέλει τις προϋποθέσεις ανάπτυξης της βίας.

Σάββατο 10 Νοεμβρίου 2012

Φιλελευθερισμός – Ολοκληρωτισμός: Μια Ανομολόγητη Σχέση

του Γιώργου Π.

Ίσως μετά από έναν μεγάλο πόλεμο δούμε να αποκαθίστανται σε ορισμένες περιοχές οι παλαιές οικονομικές συνθήκες για μια σύντομη περίοδο. Αλλά τότε θα ξαναρχίσει η ίδια διαδικασία : ο φασισμός δεν γεννήθηκε τυχαία.
 Max Horkheimer
Η νεότερη Δύση, εδώ και αιώνες, διέπεται από δύο κοινωνικές φαντασιακές σημασίες εντελώς αντίθετες μεταξύ τους, έστω και αν αλληλοεπηρεάζονται : το πρόταγμα της ατομικής και συλλογικής αυτονομίας, τον αγώνα για τη χειραφέτηση του ανθρώπου, χειραφέτηση διανοητική και πνευματική, αλλά και πρακτική, μέσα στην κοινωνική πραγματικότητα· και το παράφρον καπιταλιστικό πρόταγμα της απεριόριστης εξάπλωσης μιας ψευδοορθολογικής ψευδοκυριαρχίας πάνω στη φύση, που έχει πάψει εδώ και καιρό να αφορά μόνο τις παραγωγικές δυνάμεις και την οικονομία και έχει γίνει πρόταγμα συνολικό (και για αυτό ακόμη πιο τερατώδες), απόλυτης κυριαρχίας πάνω στα φυσικά, στα βιολογικά, στα ψυχικά, στα κοινωνικά και στα πολιτιστικά δεδομένα. Ο ολοκληρωτισμός είναι μονάχα το προκεχωρημένο φυλάκιο αυτού του προτάγματος κυριαρχίας –που άλλωστε αντιστρέφεται μέσα στην ίδια του την αντίφαση, αφού ακόμα και η περιορισμένη εργαλειακή ορθολογικότητα του κλασικού καπιταλισμού γίνεται στους κόλπους του ανορθολογικότητα και παραλογισμός, όπως έδειξαν ο σταλινισμός και ο ναζισμός. 
 Κορνήλιος Καστοριάδης


Ι. Μια νέα οπτική γωνία
Συνηθίζουμε να λέμε ότι η άνοδος του φασισμού/νεοναζισμού/ολοκληρωτισμού[1] τελεί σε μεγάλο βαθμό σε συνάρτηση με το υπάρχον καθεστώς και τις επιδιώξεις της κυρίαρχης τάξης. Συγκεκριμένα, προβάλλεται σταθερά η ερμηνεία εκείνη, σύμφωνα με την οποία, η δράση των φασιστικών ομάδων εξυπηρετεί τις πολιτικές και άλλες επιδιώξεις της άρχουσας τάξης κατά την διεξαγωγή της ταξικής πάλης. Έτσι, η άνοδος του φασιστικού φαινομένου οφείλει να αποδοθεί σε μια συστηματική και εσκεμμένη υποστήριξη των φασιστών με οικονομικά, αστυνομικά και νομικά μέσα. Ο φασισμός αποτελεί το μακρύ χέρι του κράτους και των κεφαλαίου ειδικά σε περίοδο κρίσης του καπιταλιστικού συστήματος. Τότε, καθώς αναμένονται οξυμένες κοινωνικές αντιδράσεις, ικανές να διακυβεύσουν τον υπάρχοντα κοινωνικό συσχετισμό δύναμης και ότι αυτός συνεπάγεται, τα νόμιμα μέσα καθίστανται ανεπαρκή, οπότε μοιάζει κάτι περισσότερο από αναγκαία η προσφυγή σε νέες, διαφορετικές μεθόδους που θα ανταποκρίνονται στα νέα καθήκοντα.

Κατ’ αυτόν τον τρόπο, ανατίμηση των φασιστών παρουσιάζεται ως μια εναλλακτική στρατηγική του συστήματος σε καιρό κρίσης, ικανής να αποπροσανατολίσει τους «από κάτω» από τον πραγματικό τους ταξικό εχθρό και τις αμιγώς οικονομικές-κοινωνικές αιτίες τις κρίσης, καταστέλλοντας ταυτόχρονα τις όποιες κινηματικές και εργατικές κινητοποιήσεις.[2]

Αν και μια τέτοια προσέγγιση σίγουρα δεν είναι αβάσιμη, αφού η στήριξη εκ μέρους του κρατικού μηχανισμού προς τις νεοναζιστικές συμμορίες είναι δεδομένη και σε πολλά επίπεδα ταυτόχρονα (αστυνομικό, δικαστικό, διοικητικό) δεν κατορθώνει να εξηγήσει τον μαζικό χαρακτήρα του νεοναζιστικού φαινομένου κατά την άνοδο του, την διευρυμένη του κοινωνική βάση, αλλά και τον σε πολλές περιπτώσεις κινηματικό του χαρακτήρα.[3] Μια τέτοια προσέγγιση τείνει να λάβει ένα αμιγώς εργαλειακό και επιχειρησιακό τρόπο ερμηνείας του κοινωνικού φαινομένου που αποκαλούμε νεοναζισμός, εξαρτώντας την ύπαρξη και την όποια εξέλιξη του, σχεδόν απόλυτα, από δυνάμεις εξωτερικές προς το ίδιο και ξένες προς τα δρώντα κοινωνικά υποκείμενα. Ταυτόχρονα, η ανωτέρω κυρίαρχη πρόσληψη του νεοναζισμού τείνει να παγιώσει μια στενή, αλλά εν τέλει εξωτερική σχέση της κυρίαρχης τάξης και του νεοναζιστικού μορφώματος. Ο επιχειρησιακός τρόπος διασύνδεσης των δύο μεγεθών τείνει να οδηγήσει στο συμπέρασμα της ύπαρξης δύο διακριτών υποστάσεων, ανάμεσα στις οποίες ενεργοποιείται μια σχέση με πρωτοβουλία της πρώτης, όπου το δεύτερο μέγεθος υπάγεται απόλυτα στη βούληση και τους σχεδιασμούς της πρώτης και η σχέση τους προορίζεται να διαρκέσει όσο το επιθυμεί αυτή.

Στο παρόν σημείωμα θα υποστηρίξουμε την ανάγκη αλλαγής της οπτικής μας γωνίας ως προς τον τρόπο με τον οποίο ερμηνεύουμε την άνοδο του νεοναζιστικού φαινομένου. Αυτή η νέα ερμηνευτική προοπτική επιδιώκει να εκβάλλει σε μια διαφορετική διαύγαση της φύσης του νεοναζισμού, συμπληρωματική και όχι αντιθετική προς την μέχρι τώρα ευρέως υποστηριζόμενη. Συγκεκριμένα, θα προσπαθήσουμε να υποστηρίξουμε την θέση ότι η σχέση του ολοκληρωτισμού με την κυρίαρχη κοινωνική οργάνωση δεν μπορεί να εξαντληθεί σε μια επιχειρησιακού τύπου διασύνδεση, αλλά οφείλουμε να επισημάνουμε και διαρκώς να υπογραμμίζουμε τη βαθιά και οργανικού τύπου συνάφεια του φασισμού/ολοκληρωτισμού με τον φιλελευθερισμό. Σύμφωνα με αυτήν την προσέγγιση ο φασισμός/ολοκληρωτισμός μακράν του να αποτελεί μια στρατηγική επιλογή του κεφαλαίου σε περιόδους κρίσης, δηλαδή το «δυνατό χαρτί» ή το «μακρύ χέρι» του κράτους και του κεφαλαίου οφείλει να κατανοηθεί ως οργανική εκβλάστηση της ίδιας της φιλελεύθερης κοινωνίας, ως λογική επέκταση τάσεων ήδη υπαρκτών στο εσωτερικό της και μάλιστα στην κανονική-εκτός κρίσης λειτουργίας της. Εν προκειμένω, δηλαδή, θα αποστασιοποιηθούμε από τις «χρηστικές» και «στρατηγικές» αποτυπώσεις της σχέσης φιλελευθερισμού-φασισμού/ολοκληρωτισμού και θα επιδιώξουμε να απεικονίσουμε τον δεύτερο ως το νόθο παιδί του πρώτου· αν και ο φασισμός/ολοκληρωτισμός φέρει εμφανή σημάδια συγγένειας με τον φιλελευθερισμό, ορατά για κάθε φορέα ενός κριτικού τρόπου του σκέπτεσθαι, ο φιλελευθερισμός δεν πρόκειται ποτέ να αναγνωρίσει επίσημα το νόθο του τέκνο. Το γεννά και ταυτόχρονα το αποποιείται, γίνεται η μήτρα του και η αγκαλιά, η οποία δεν θα το δεχτεί ξανά πίσω.

Η ανωτέρω μετατόπιση της ερμηνευτικής μας οπτικής γωνίας προϋποθέτει και συνεπάγεται μια μετατόπιση στην μέθοδο της προσέγγισης μας. Εδώ, η έμφαση δεν θα δοθεί σε αμιγώς οικονομικά ή «υλικά» και «αντικειμενικά» μεγέθη που παράγουν το φασιστικό φαινόμενο, αλλά θα αποπειραθούμε τον επαναπροσδιορισμό της προσέγγισης μας με όρους πολιτισμικούς. Εν προκειμένω, ο όρος «πολιτισμός» οφείλει να γίνει κατανοητός όχι με την τρέχουσα σημασία που του αποδίδουμε, αλλά σύμφωνα με την ανθρωπολογική του εννοιολόγηση.[4] Για τον Franz Boas, πατέρα της πολιτισμικής ανθρωπολογίας, ο πολιτισμός περιγράφεται ως «Kulturbrille», δηλαδή ως «πολιτισμικοί φακοί», που ο καθένας από εμάς φέρει. Αυτοί μας παρέχουν τα μέσα αντίληψης του κόσμου που μας περιβάλλει και μας δίνουν τη δυνατότητα να ερμηνεύουμε το νόημα της κοινωνικής ζωής μας και να εντάσσουμε τη δράση μας στο πλαίσιο αυτό.[5]

Συγκεκριμένα, κατανοείται περισσότερο ως η «πολιτισμική λογική» που εμπεριέχει και σημασιοδοτεί τις κοινωνικές σχέσεις και πρακτικές, παρά ως η εξωτερική προς αυτές τις «αντικειμενικές» σχέσεις άρθρωση τους. Κατά έναν, εκ πρώτης όψεως παράδοξο τρόπο, είναι η πολιτισμική λογική που παράγει τον πρακτικό λόγο και όχι το αντίστροφο.[6] Αυτή η πολιτισμική λογική, μακράν του να αποτελεί μια τεχνητή επινόηση ή μια αυθαίρετη σύλληψη μπορεί να ανευρεθεί πρακτικοποιημένη και τεχνικοποίημένη στις απτές και υλικές κατασκευές, στις πράξεις, στις διαδικασίες, στο θεσμικό εξοπλισμό μιας κοινωνίας.

Συνεπώς, αυτό που μας αφορά εδώ είναι να προσπαθήσουμε να δείξουμε τους οργανικούς δεσμούς της πολιτισμικής λογικής της φιλελεύθερης συνθήκης με εκείνη την πολιτισμική λογική που θα μπορούσαμε να προσδιορίσουμε ως φασιστική/ολοκληρωτική. Εστιάζοντας στην σύγχρονη ελληνική περίπτωση, μια τέτοια προοπτική ίσως να μπορεί να ερμηνεύσει, πιο ικανοποιητικά, γιατί το νεοναζιστικό φαινόμενο παρουσιάζει μια ιδιαίτερα απότομη άνοδο, ενώ δεξιώνεται από ολοένα και αυξανόμενα τμήματα του πληθυσμού.[7] Εφόσον, οι πολιτικές επιλογές και οι πολιτικές πράξεις δεν τελούνται σε πολιτισμικό κενό, τότε είναι ήδη πολιτισμικά προσδιορισμένες και εν τέλει αξιακά φορτισμένες. Αν κάτι τέτοιο ισχύει, τότε το σχετικά εύκολο και γρήγορο πέρασμα ενός σημαντικού αριθμού ανθρώπων σε ανοιχτά ναζιστικές προτιμήσεις και «λύσεις», ίσως θα πρέπει να αναζητηθεί στην επιρροή της κυρίαρχης πολιτισμικής λογικής η οποία και έθεσε τους ευρύτερους αναγκαίους όρους ώστε ο νεοναζισμός να μπορεί να παρουσιάζεται στις αρχές του 21ου αιώνα, και μόλις σχεδόν εβδομήντα χρόνια μετά την στρατιωτική του ήττα,  ως κάτι το διανοητό και το ενεργά υποστηρίξιμο. Αν κάτι διατηρεί το σπέρμα του φασισμού/ολοκληρωτισμού ενεργό, αλλά σε λανθάνουσα κατάσταση εντός των φιλελευθέρων καθεστώτων, αυτό υποστηρίζουμε ότι οφείλει να αναζητηθεί στις κυρίαρχες κοινωνικές σημασίες που σφραγίζουν την φιλελεύθερη ιδιοσυστασία τους και οργανώνουν την καθημερινή «κανονική» τους λειτουργία. Εν τέλει, αν υπάρχει ένας καλός αγωγός για την εν υπνώσει διάσωση του φασιστικού/ολοκληρωτικού πνεύματος αυτός οφείλει να αναζητηθεί στο φιλελεύθερο πνεύμα και στις συνακόλουθες πρακτικές, υλικές και διαδικαστικές ενσαρκώσεις του.